ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
Από το συνέδριο της Βιέννης και μέχρι τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο οι διεθνείς σχέσεις στην Ευρώπη ελέγχονταν από πέντε μεγάλες δυνάμεις: 1) Αγγλία, 2) Πρωσία (μετά το 1871 Γερμανία), 3) Γαλλία, 4) Αυστρία (μετά το 1867 Αυστροουγγαρία) και 5) Ρωσία. Η κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων κατόρθωσε να δημιουργήσει μια σχετική σταθερότητα στις διεθνείς σχέσεις, που δεν υπήρχε πριν τον 18ο, αλλά ούτε και μετά, στον 20ό αιώνα.
Μετά την ενοποίηση των ιταλικών κρατιδίων και το σχηματισμό του ιταλικού Βασιλείου το 1860, άρχισε και η Ιταλία να διεκδικεί τον τίτλο της μεγάλης δύναμης, χωρίς όμως να ανήκει σ’ αυτή την ομάδα.
Στις 20 Μαΐου 1882 (ανανέωση 1887, 1902) η Ιταλία μαζί με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία δημιούργησαν την «τριπλή συμμαχία».
Παρά την ενοποίηση της Ιταλίας παρέμεναν ακόμη εκτός του ιταλικού Βασιλείου αρκετοί ιταλικοί πληθυσμοί, κυρίως σε πολλές περιοχές της αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας (Νότιο Τυρόλο - Άνω Αδίγη, ΄Ιστρια, Τεργέστη, Δαλματία), γι’ αυτό και οι σχέσεις των δύο κρατών, παρά τη συμμαχία τους, ήταν ασταθείς και ανταγωνιστικές. Παρέμενε όμως στην τριπλή συμμαχία για να εξισορροπεί τις πιέσεις των Αγγλογάλλων από δυτικά και τη σλαβική επέκταση από ανατολικά.
Στα πλαίσια λοιπόν της «τριπλής συμμαχίας», η Ιταλία θεωρούνταν μεγάλη δύναμη και «απέκτησε δικαίωμα»: α) να μπορεί να ασχολείται με υποθέσεις της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, β) να διαθέτει ζώνες επιρροής (Βαλκάνια) και γ) να έχει δικαιώματα αποικιών στην Αφρική.
Η επέκταση προς τη δύση (Ισπανία, Γαλλία) ήταν αδύνατη, λόγω της αγγλογαλλικής «συνεννόησης» (Entente Cordiale), αλλά και προς βορρά η εμπλοκή της στην «τριπλή συμμαχία» της το απαγόρευε. Άρα η μόνη δυνατότητα που είχε ήταν να στραφεί προς την ανατολή και το νότο.
Η ιταλική πολιτική επέκτασης στην ανατολή δημιούργησε αρκετά προβλήματα στην Ελλάδα, με μία σειρά προκλήσεων και ταπεινώσεων (απώλεια Βόρειας Ηπείρου, εμπλοκή και υποστήριξη του Κεμάλ στη Μικρά Ασία, κατάληψη Κερκύρας). Η Ελλάδα ακολουθώντας πολιτική ειρήνης και φιλίας υπέγραψε το 1928 το ελληνοϊταλικό σύμφωνο φιλίας, αλλά τίποτα δεν άλλαξε στην ιταλική πολιτική με αποκορύφωμα την επίθεση της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν η Ελλάδα έδωσε την απάντηση της στο θρασύ φασισμό.
Τον Μάρτιο του 1911, ο Giolitti έγινε για τέταρτη φορά πρωθυπουργός και συνέχισε την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ιταλίας. Η Λιβύη (Τριπολίτιδα και Κυρηναϊκή) η μοναδική επαρχία επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Αφρική μπήκε στο στόχαστρο των ιταλών. Θεωρούσε ότι ο διάδοχος της μεγάλης ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βενετίας και ως εκ τούτου θα έπρεπε τουλάχιστον να κυριαρχεί στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Βόρεια Αφρική. Οι ιταλικές βλέψεις στη βόρεια Αφρική άρχισαν από το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά αναστέλλονταν λόγω της απόφασης των μεγάλων δυνάμεων για διατήρηση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας του μεγάλου ασθενούς.
Ο ΙΤΑΛΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η παλιά συνταγή για να παρέμβει μια αποικιοκρατική δύναμη, που είχε βάλει στόχο μια υποψήφια αποικία, ήταν να προηγηθούν έμποροι και ιεραπόστολοι που θα δημιουργούσαν τα «ερείσματα» και μετά θα ακολουθούσε ο στρατός για να τα προστατεύσει. Η τράπεζα της Ρώμης και οι επενδύσεις των Ιταλών στην Λιβύη χρειάζονταν προστασία, δηλαδή οι Ιταλοί στη Λιβύη χρειάζονταν μια αφορμή για να επέμβουν. Πρώτα ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Prinetti πρότεινε στο Σουλτάνο μία μορφή αυτοδιαχείρισης της Λιβύης, που θα είχε δικό της στρατό και αστυνομία, και τυπικά θα ανήκε στην οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1911 όλες οι μεγάλες δυνάμεις έδωσαν το πράσινο φως στην Ιταλία για την κατάκτηση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής. Στις 28 Σεπτεμβρίου η Ιταλία έστειλε στην Κωνσταντινούπολη ένα τελεσίγραφο 24 ωρών. Το ιταλικό τελεσίγραφο απορρίφθηκε και ο Giolitti χωρίς καν να καλέσει το κοινοβουλευτικό σώμα κήρυξε τον πόλεμο. Στις 29/9/1911 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην οθωμανική Αυτοκρατορία για την κατάληψη των επαρχιών Τριπολίτιδας και Κυρηναϊκής.
Στις 5/10/1911 ένα σώμα 35.000 Ιταλών πεζοναυτών, που προετοιμάστηκε γρήγορα, αποβιβάστηκε στην Τριπολίτιδα και έτσι άρχισε ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της Λιβύης.
Οι μάχες άρχισαν, αλλά η υπεροπλία των Ιταλών δεν ήταν αρκετή για το τελικό αποτέλεσμα, γι’ αυτό και οι πρώτοι μήνες του ιταλοτουρκικού πολέμου τους βρήκαν να κατέχουν κατ’ ουσία μόνο τις ακτές της Λιβύης, ενώ στην ενδοχώρα επικρατούσαν οι Άραβες αντάρτες.
Η Ιταλία άπειρη αποικιακή δύναμη, που μπήκε βιαστικά στον πόλεμο με σοβαρή πολιτική κρίση, δεν κατόρθωσε να προσεταιρισθεί τους Άραβες ηγέτες και σύντομα άρχισε την πολιτική της τρομοκρατίας με εκτελέσεις και φυλακίσεις πολιτών. Οι Οθωμανοί με αρχηγό τον Enver Μπέη, παρά τη μακρόχρονη κατοχή και καταπίεση των Αράβων, εκμεταλλεύθηκαν το θρησκευτικό συναίσθημα και τις ιταλικές εκτελέσεις και φυλακίσεις και έστρεψαν τους Άραβες κατά των Ιταλών.
Οι Ιταλοί ενίσχυσαν το εκστρατευτικό σώμα, που έφθασε τους 50.000 άνδρες και έως το τέλος του πολέμου σε 100.000, δηλαδή τετραπλάσιο των αντιπάλων τους χωρίς όμως σοβαρές αλλαγές στα στρατιωτικά μέτωπα.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ
Ήδη από το Δεκέμβριο του1911 η στρατιωτική κατάσταση είχε φθάσει σε αδιέξοδο και η Ιταλία προσπάθησε να κτυπήσει την οθωμανική Αυτοκρατορία σε κάποιο σημείο εκτός της Τριπολίτιδας, ώστε να την αναγκάσει να παραδοθεί.
Έως τότε δεν χρησιμοποίησε αυτή την απειλή, διότι θα δημιουργούνταν μεγάλο διπλωματικό θέμα με την παρέμβαση της Ιταλίας σε ευρωπαϊκά εδάφη.
Ο ιταλικός στόλος έκανε την πρώτη δυναμική εμφάνιση στο Αιγαίο στις 18 Απριλίου 1912 βομβαρδίζοντας τα Δαρδανέλια και από τις 28 Απριλίου έως και τις 20 Μαΐου κατέλαβε τα Δωδεκάνησα (κατά χρονολογική σειρά, την Αστυπάλαια στις 28/4, τη Ρόδο στις 4/5, τη Χάλκη στις 8/5, την Κάλυμνο, τη Λέρο, τους Λειψούς, τη Νίσυρο, την Πάτμο, την Τήλο, την Κάσο και την Κάρπαθο στις 12/5, τη Σύμη στις 19/5 και την Κω στις 20/5 που καταλήφθηκε τελευταία. . Το Καστελόριζο παραδόθηκε από τους Γάλλους την 1η/3/1921 (το κατείχαν από το 1915). Τα νησιά καταλήφθηκαν χωρίς καμιά αντίσταση, εκτός μιας μικρής άμυνας που πρόβαλαν οι Τούρκοι στην Ψίνθο της Ρόδου.
Σκοπός της «προσωρινής» κατάληψης ήταν η πίεση της Τουρκίας κοντά στην πρωτεύουσά της, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και να θέσει εμπόδια στη μεταφορά ανδρών και εφοδίων προς τη Λιβύη. Μακροχρόνια όμως η Ιταλία σκεπτόταν και τη διείσδυση στην Ασία.
Επειδή οι Ιταλοί απέτυχαν να προσεταιρισθούν τους Άραβες στη Λιβύη, στα Δωδεκάνησα από την αρχή της εμφάνισής τους προσπάθησαν να καλοπιάσουν τους Έλληνες, αφού λόγοι στρατιωτικής ασφάλειας επέβαλαν τον καθησυχασμό του τοπικού πληθυσμού.
Ήδη από τις πρώτες ημέρες της κατάληψης οι Ιταλοί ναύαρχοι και ο Ιταλός διοικητής στρατηγός Ameglio έδιναν απλόχερα υποσχέσεις ελευθερίας και αυτονομίας στους νησιώτες. Και οι νησιώτες έτρεξαν να τους βοηθήσουν και να τους υποδεχθούν ως ελευθερωτές. Όλα αυτά όμως γρήγορα αποδείχθηκαν υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ
Το συνέδριο ήταν η πρώτη προσπάθεια των νησιωτών να αντιδράσουν στη νέα κατοχή που άρχιζε. Έγινε στην Πάτμο από τις 16/6 (ν.ή.) έως και τις 18/6/1912 (ν.ή.). Εξέδωσαν ψήφισμα αυτονομίας, με το οποίο αποφάσισαν τη δημιουργία της «Πολιτείας του Αιγαίου», με νόμους σημαία γαλάζια με λευκό σταυρό στο κέντρο και σύμβολό της τον Απόλλωνα. Το πρωί της Δευτέρας 17 Ιουνίου 1912 τελέσθηκε πανηγυρική δοξολογία χοροστατούντος του ηγούμενου της Μονής. Οι αντιπρόσωποι πήραν θέση γύρω από την Αγία Τράπεζα πάνω στην οποία ήταν τοποθετημένη η σημαία της Αυτονομίας. Μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα, διαβάσθηκε το Ψήφισμα και υπογράφθηκε από τους αντιπροσώπους:
1) Κάσου, Κ. Αρβανιτόπουλος
2) Ρόδου, Γ. Δρακίδης,
3) Λέρου, Ι. Αμπελάς
4) Καρπάθου, Γ. Πρωτόπαπας
5) Σύμης, Ν. Πετρίδης
6) Κω, Σ. Κογιόπουλος
7) Πάτμου, Μ. Μαλανδράκης
8) Χάλκης, Π. Πιπίνος
9) Τήλου, Ιερομόναχος Μακάριος
10) Καλύμνου, Μ. Ολυμπίτης
11) Νισύρου, Ν. Πετρίδης
Ο στρατηγός Ameglio το απέρριψε αμέσως και φυλάκισε όσους συνέδρους συνέλαβε Κω και Κάσου.
Η ΙΤΑΛΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ OUCHY ΣΤΙΣ 18/10/1912
Τον Οκτώβριο όμως η νέα τουρκική κυβέρνηση του Ahmed Muktar είχε να αντιμετωπίσει τους βαλκανικούς λαούς, που κήρυξαν πόλεμο στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακριβώς η βαλκανική απειλή ήταν αυτή που ανάγκασε τους Τούρκους να δεχθούν την απώλεια της Λιβύης και να υπογράψουν τη συνθήκη. Τα νησιά ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την επισφράγιση της ιταλοτουρκικής συνθήκης ειρήνης, που υπογράφηκε στη Λωζάνη (Ouchy) στις 18/10/1912. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι Ιταλοί θα επέστρεφαν τα νησιά στην Τουρκία, αλλά προσωρινά θα τα κρατούσαν ως ενέχυρο, μέχρι να εγκαταλείψουν οι Τούρκοι τη Λιβύη. Τελικά όμως δεν τα επέστρεψαν ποτέ και συχνά επικαλούνταν το αυτονομιστικό κίνημα των νησιωτών ως δικαιολογία στους Ευρωπαίους και τους Τούρκους.
Και ενώ ο ελληνικός στόλος ελευθέρωσε το 1912 όλα τα τουρκοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου, σταμάτησε στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα προς μεγάλη χαρά, τόσο των Τούρκων, που πίστευαν ότι κάποια στιγμή θα γυρνούσαν πάλι σ’ αυτούς, όσο και των Ιταλών που έλπιζαν ότι με κάποιο τρόπο θα μπορούσαν να μείνουν εδώ για πάντα.
Έτσι αρχίζει η Ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου 1912 που μέχρι την ενσωμάτωση με την Ελλάδα 1948. Διήρκεσε ουσιαστικά 31 και τυπικά 36 χρόνια και μπορεί να χωρισθεί στις εξής περιόδους:
1) Προσωρινή ιταλική στρατιωτική κατοχή, από την αρχή της κατάληψης της Ρόδου 5/5/1912 μέχρι τις 18/10/1912, που υπογράφεται η συνθήκη ειρήνης στο Ouchy της Λωζάνης. Πρόκειται για καθαρά προσωρινή στρατιωτική κατοχή.
2) Κατοχή ως ενέχυρο, από τις 18/10/1912 μέχρι τις 20/8/1915, που η Ιταλία στα πλαίσια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ιταλία έως τότε κρατούσε τα νησιά ως ενέχυρο.
3) De Facto Κατοχή, από τις 20/8/1915 μέχρι τις 24/7/1923, που υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης της Λωζάνης.
4) Πλήρης κυριαρχία, από τις 24/7/1923 μέχρι 11/9/1943, που η Ρόδος καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς.
5) Ιταλογερμανική κατοχή, από τις 11/9/1943 που οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Ρόδο έως τις 8/5/1945, που υπογράφηκε η συνθήκη παράδοσης της Γερμανίας.
6) Αγγλική κατοχή, από τις 8/5/1945 έως τις 31/3/1947 που υψώθηκε η ελληνική σημαία.
7) Ελληνική στρατιωτική διοίκηση, από τις 31/3/1947 που υψώθηκε η ελληνική σημαία έως τις 7/3/1948 που έγινε η ενσωμάτωση.
8) Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου 7/3/1948
Comments