H Εmma Calderini υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες Ιταλίδες ενδυματολόγους με παγκόσμια αναγνώριση. Ένα πολύπλευρο ταλέντο. Γεννήθηκε στη Ραβέννα στις 13 Φεβρουαρίου 1899 από τους Dario και Lucia Leoni. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία, στη Σχολή Καλών Τεχνών και στο Ωδείο “G. Verdi” (ήταν δεξιοτέχνης της άρπας). Το 1920 άρχισε να συνεργάζεται με ιταλικά γυναικεία περιοδικά, όπως τα Lidel, Moda και Grazia ως αρθρογράφος και ειδικεύονταν στην ιστορία της ένδυσης. Ήταν παράλληλα σχεδιάστρια μόδας. Το 1922 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου συνέχισε τη δημοσιογραφική της δραστηριότητα ως συντάκτης στις Alba, Domenica del Corriere και Ambrosiano. Οι πρώτες της παρουσιάσεις ως ενδυματολόγος χρονολογούνται από το 1928, όταν συμμετείχε στην παράσταση «Άλκηστη» του Ευριπίδη στο Ελληνικό Θέατρο στο Agrigento και στις δύο τραγωδίες του ελληνιστή E. Romagnoli, το «Μυστήριο της Περσεφόνης» και το «Άρμα του Διονύσου» στο Licinium di Erba. Με τα κοστούμια της Calderini επιτεύχθηκε η πραγματική αναπαράσταση του κλασικού κόσμου. Επιλέχθηκε από τη Ruskaja, η οποία της ανέθεσε τα σχέδια των κουστουμιών του μπαλέτου της, επιβάλλοντάς την σύμφωνα με τον Prampolini ως μία από τις νεότερες ενδυματολόγους του ιταλικού Θεάτρου, δίπλα στους B. Munari, L. Veronesi, Maria Signorelli και Titina Rota. Η ικανότητά της στα έγχρωμα σκίτσα της να αποδίδει στα μοντέλα της τη φυσικότητα, μένοντας πιστή στην ενδυματολογική παράδοση την έκανε μοναδική. Υπήρξε σημαντική ερευνήτρια της ιταλικής φορεσιάς, με αξιόλογο έργο στη θεατρική ενδυματολογία. Εργάστηκε σε όλα τα είδη του θεάτρου, την όπερα, την τραγωδία, την κωμωδία, δημιουργώντας κουστούμια, σύμφωνα με την ατμόσφαιρα και με το ιστορικό πλαίσιο του κειμένου. Το 1930 υπέγραψε τα κοστούμια για το “Le furie di Arlecchino” του A. Lualdi και “Dispettosi amanti” του A. Parelli. Το 1932 σκηνοθέτησε την “La Vedova scaltra” στο θέατρο Valle της Ρώμης. Το επόμενο έτος δημιούργησε τα κοστούμια για τις παραστάσεις του μπαλέτου της Maria Gambarelli. Το 1934 ολοκλήρωσε την έρευνά της για τις τοπικές φορεσιές της Ιταλίας “Il costume popolare in Italia”, ένα έργο σταθμός που εξέδωσε ο οίκος Sperling και Kupfer του Μιλάνου.
Η λαϊκή φορεσιά στην Ιταλία είναι μια σημαντική συλλογή με σχέδια που έκανε στις μακροχρόνιες έρευνές της, με ευφυή χρήση του ιστορικού υλικού σε πρωτότυπες ή καινοτόμες προτάσεις. Μετά απ’ αυτό το βιβλίο, το 1935 ανέλαβε το έργο της αναδιάταξης του Ιταλικού Εθνογραφικού Μουσείου της Villa d’Este στο Tivoli. Σκίτσα της παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση Σκηνογραφίας που πραγματοποιήθηκε το 1936 στην VI Triennale του Μιλάνου. Το 1937, καθιερωμένη πλέον στο χώρο της εθνογραφίας και της ενδυματολογίας, στάλθηκε στα Δωδεκάνησα για να δημιουργήσει το τμήμα τοπικών φορεσιών του Λαογραφικού Μουσείου της Ρόδου. Απ’ αυτή την εργασία της έχουμε και τα σκίτσα για τις λαϊκές φορεσιές της Δωδεκανήσου.
ΚΩΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ
Το ίδιο έτος επέστρεψε στο θέατρο με τα κοστούμια για το “La finestra” του V. Alfieri, το έργο με το οποίο εγκαινιάστηκε στη Ρώμη το θέατρο των Τεχνών. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με την “Compagnia del Arte”. Ανέλαβε διάφορα έργα “Al di là dell’orizzonte” του O’ Neill, “Cavalleria
rusticana” και “La lupa” του Verga, “La nuova colonia” του Pirandello, “Regina di Maggio” του M. Kalbeck για το Teatro delle Arti το 1941. Συμμετείχε επίσης σε γνωστά σχήματα: Borboni, Adani, Gramatica και σε ορισμένες δραστηριότητες του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Κατά τη διάρκεια του πολέμου συμμετείχε στη δημιουργία πολλών ταινιών: “Boccaccio” και “Il cavaliere di Kruya” το 1940, “Quattro passi fra le nuvole” το 1942 και “La danza del fuoco” το 1943. Μετά τον πόλεμο πήρε μέρος σε ενδιαφέρουσες παραγωγές: “Macbeth” και «Οιδίπους Τύραννος» το 1945 για το θίασο “Compagnia dei grandi Spettacoli”. Το 1947 για το “Assassinio nella Cattedrale” του T. Eliot δημιούργησε κουστούμια “di un’ indovinata austera semplicità” (Carelli), για το “Mirra Efros” του J.M. Gordin για το θίασο Pavlova, για το “Intermezzo” του J. Giraudoux το 1950 «κουστούμια di gustoso estro”, για το “Il ballo dei ladri” του J. Anouilh και το “Apollo di Bellac” του Giraudoux για το “Il Piccolo Teatro di Milano” το 1952 και το 1953. Από το 1950 και μέχρι το 1955 υπήρξε μόνιμη συνεργάτης του “Teatro Massimo” του Palermo, όπου επέστρεψε το 1972 για το σχεδιασμό κοστουμιών για τον Andrea Chenier. Αυτή υπήρξε και η τελευταία της δουλειά. Το 1962 δημοσιεύει, πάντα στον εκδοτικό οίκο Sperling και Kupfer, το βιβλίο “Acconciature antiche e moderne” με φορεσιές από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Πέθανε στις 5 Μαρτίου 1975 στο Medesano (Πάρμα).
Comentários