top of page
Kostas Kogiopoulos

Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΩ

Updated: 2 days ago




   Η ιστορία κατέγραψε την Κω σαν ένα εύφορο νησί που οι κάτοικοι του ασχολούνταν με τη γεωργία και παρήγαγαν πλήθος προϊόντων. Οι  περιηγητές της εποχής δίνουν γλαφυρότατες περιγραφές για την αφθονία των γεωργικών προϊόντων.

Η παραγωγή κάλυπτε το νησί και αρκετά από τα προϊόντα εξάγονταν. Τα ¾ του νησιού ήταν καλλιέργειες (210/282) [1].

 

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟ 1912

    Η οικονομία του νησιού στηριζόταν στη γεωργία σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. Τα ημερολόγια της νομαρχίας του αρχιπελάγους μάς δίνουν αρκετά στοιχεία για την παραγωγή της Κω[2]. 

   Το 1912 που κατέλαβαν οι Ιταλοί το νησί, η μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή των κατοίκων ήταν η γεωργία. Για την παραγωγή του νησιού, έχουμε τις εξής πληροφορίες όπως καταγράφονται από τον Σεβαστό Κογιόπουλο στο βιβλίο Λεύκωμα των Δωδεκανήσων [3] στο κεφάλαιο «η Νήσος Κως»: «Την σήμερον τα κυριώτερα προϊόντα της νήσου κατά προσέγγισιν εισί τα ακόλουθα: Σταφυλ. χιλιόγρ. 6.000.000, Σταφίς ροζακί χιλ. 60.000, Σταφίς Σουλτανίνα χιλ. 15.000, έλαιον χιλ. 90.000, Αμύγδαλα χιλ. 30.000, Λουμπουνάρια 100.000, Υδροπέπονες χιλ. 1.500.000, Κριθή χιλ. 1.600.000, Σίτος χιλ. 700.000, Σησάμι χιλ. 60.000, Καπνός χιλ. 10.000, Οίνος χιλ. 150.000, Μανδαρίνια τεμ. 2.500.000, Πορτοκάλια - Λεμόνια τεμ. 500.000.

Κτηνοτροφία: Πρόβατα 10.500, Αίγες 9.000,  βόες, όνοι, ημίονοι 6.000.

Κατά το θέρος και το φθινόπωρον η νήσος ευρίσκεται εις εμπορικήν κίνησιν και κυρίως κατά τους μήνας Ιούλιον, Αύγουστον και Σεπτέμβριον, οπότε διενεργούνται αι φορτώσεις νωπών σταφυλών δι’ Αλεξάνδρειαν, ως επί το πλεί­στον επί ιστιοφόρων, άτινα ευρίσκονται ηγκυροβολημένα εν τω εν είδει ημικυ­κλίου όρμω της πρωτευούσης».

   Η γεωργία παρέμενε η πρώτη απασχόληση των κατοίκων και επί ιταλοκρατίας.

Οι Ιταλοί προσπάθησαν να οργανώσουν τη γεωργία σε επιστημονικές βάσεις. Δημιουργήθηκε γραφείο γεωργίας και για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνιση τους γεωπόνοι και άλλοι ειδικοί. Δημιουργήθηκε στη Ρόδο[4] ειδικός οργανισμός (Ente per l’ Assistenza della bonifica agraria), που ασχολήθηκε με την προώθηση της γεωργικής καλλιέργειας και των γεωργικών βιομηχανιών. Ο Φυτοπαθολογικός σταθμός (Istituto sperimentale) και το φυτώριο (Vivaio) διέθεταν ικανές εκτάσεις και ασχολήθηκαν κυρίως με τον εγκλιματισμό και την διάδοση των ιταλικών ποικιλιών διαφόρων φυτών και δένδρων. Δημιουργήθηκε και κατωτέρα γεωργική σχολή στην Ακκαντιά της Ρόδου, αλλά λειτούργησε μόνο τα έτη 1929 – 1932.

   Η φασι­στική Ιταλική Διοίκηση με τη γενικότερη ανθελληνική πολι­τική της συνετέλεσε, ώστε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, που είχε κάποια αγροτική περιουσία, να τη χάσει, να δυστυχήσει και να εξαθλιωθεί [5].

   Ορισμένα διατάγματα υπήρξαν ιδιαίτερα επιζήμια για τους Έλληνες γεωργούς και κτηνοτρόφους. Στα διατάγματα της 1/1/1926 και 11/1/1931 θεσπίστηκε η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας «υπέρ ιδιωτών ή εταιρειών». Τα διατάγματα αυτά δεν προέβλεπαν καμία εγγύηση από τις συνη­θισμένες εγγυήσεις σε ανάλογα νομοθετήματα. Χαρακτηριστικό είναι  ότι ο ιδιοκτήτης του κτήματος έχανε την ιδιοκτησία και πριν καταβληθεί η αποζημίωση. Η αποζημίωση δεν καθοριζόταν από δικαστική αρχή, αλλά από διοικητική. Η φασιστική διοίκηση έκανε ευρεία χρήση των διαταγμάτων αυτών σε βάρος των Ελλήνων και για όφελος των Ιταλών υπηκόων. Έλληνες κτηματίες έχαναν, χωρίς αποζημίωση ουσιαστικά, την περιουσία τους (η πιο εύφορη περιοχή της Κω απαλλοτριώθηκε με ένα λεπτό το τετραγωνικό μέτρο).

Εκτός όμως από την άμεση απαλλοτρίωση, το διάταγμα «περί προστασίας δασών»  (αρ. 132 της 1/9/1929), σύμφωνα με το οποίο. όριζε  ότι κάθε έκταση με τον ελάχιστο θάμνο θεωρείται δασική περιοχή και απαγορεύεται κάθε είδους αγροτική εκμετάλλευση. Γη που δεν καλλιεργήθηκε τρία χρόνια περιερχόταν στο ιταλικό Δημόσιο (αν λάβει υπ’ όψιν  κανείς, πως στα νησιά η  αγρανάπαυση διαρκούσε τρία χρόνια, αντιλαμβάνεται τη σημασία της διάταξης αυτής). Αυτά στάθηκαν τα βασικά νομοθετήματα μαζί με τα διατάγματα των απαλλοτριώσεων, που ελάττωσαν την ελληνική έγ­γειο ιδιοκτησία. Και η  έκταση που έμενε για καλλιέργεια στο ελληνικό στοιχείο διαρκώς περιοριζόταν, με αποτέλεσμα ένα μέρος του πληθυσμού να μεταβληθεί σε ακτήμονες εργάτες.

Επίσης οι ιταλικές εταιρείες, οι οποίες  αγόραζαν μονοπωλιακά τα γεωργικά προϊόντα σε πολύ χαμηλές τιμές, που ουσιαστικά καθορίζονταν από τη Διοίκηση, κατέστρεφαν τον παραγωγό, που, ενώ πουλούσε σε εξευτελιστική τιμή τα προϊόντα του στις ιταλικές εται­ρείες, ήταν αναγκασμένος να ακριβοπληρώνει τα είδη που εισάγονταν από το εξωτερικό, γιατί σ’ αυτά οι τελωνειακοί δασμοί ήταν υπολογίσιμοι. Η διαφορά που  δημιουργούνταν από τις μονοπωλια­κές επεμβάσεις μεταξύ των τιμών γεωργικών και βιομηχανικών προ­ϊόντων συνέθλιβε οικονομικά τους αγρότες, που υπέφεραν εξάλλου από την πληγή της τοκογλυφίας, γιατί οι ιταλικές τράπεζες περιόριζαν την πιστωτική τους πολιτική κυρίως στο ιταλικό στοιχείο. Η ιταλική τράπεζα Banca di Sicilia που ασκούσε κυρίως την αγροτική πίστη έθετε όρους απεχθείς για τους χωρικούς.

   Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που  επηρέασε την γεωργία ήταν ότι πολλές από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις αφαιρέθηκαν για στρατιωτικούς σκοπούς(πυροβολαρχίες στρατόπεδα, αεροδρόμιο).

  Οι ακτήμονες εργάτες αυξήθηκαν. Επιλεκτική επίσης ήταν η αντιμετώπιση των ελλήνων αγροτών και των ιταλών εποίκων, πχ. ενώ οι έποικοι στο Λινοπότη είχαν νερό από τα τεχνικά κανάλια για όλη την ημέρα, οι έλληνες γεωργοί είχαν νερό μόνο το απόγευμα.

  Στο κομμάτι της διαπαιδαγώγησης των αγροτών υπήρξε καθυστέρηση και ανεπάρκεια.

 

ΠΡΟΪΟΝΤΑ

  Η Κως παρήγαγε αρκετά προϊόντα όμως σ’ αυτό που το νησί ήταν πρώτο στα Δωδεκάνησα ήταν η παραγωγή σταφίδας ροζακί.

Όπως αναφέρει το 1936 ο U. Soleri[6].

ΝΗΣΙ

ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΗ

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ

ΣΟΥΛΤΑΝΙΝΑ




ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΗ

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ

ΕΤΗΣΙΑ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΡΟΔΟΣ

1.668

131

5.000

ΚΩΣ

1.538

61

2.500

ΠΑΤΜΟΣ

45

2

80

ΛΕΡΟΣ

25

1,50

60

ΛΕΙΨΟΙ

32

0,50

20

ΝΙΣΥΡΟΣ

20

 

 

ΚΑΡΠΑΘΟΣ

200

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

3.548

 

 

     



Αποξύρανση σταφίδας στο Ασφενδιού.

ΝΗΣΙ

ΡΟΖΑΚΙ

 

ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΗ

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ

ΕΤΗΣΙΑ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ


ΡΟΔΟΣ

268

12.000

ΚΩΣ

1.070

21.400

ΠΑΤΜΟΣ

6

250

ΛΕΡΟΣ

4

150

ΛΕΙΨΟΙ

1

40

ΝΙΣΥΡΟΣ

0,50

15

ΚΑΡΠΑΘΟΣ

15

450

ΣΥΝΟΛΟ

1.364,50

34.305

 Τα προϊόντα που παρήγαγε η Κως στο σύνολο της Δωδεκανήσου το 1941, δηλαδή τον δεύτερο χρόνο του πολέμου, ήταν [7]:

 

Σιτάρι

Κριθάρι

Βρώμη

Αραβόσιτος

Καπνός

Βαμβάκι

ΚΩΣ

404.700

396.300

107.000

9.000

260.800

800

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

1.773.300

1.150.000

357.900

23.700

392.000

4.100

 

 

Φακή

Φασόλια

Λούπινα

Λάδι

Ελιές φαγητού

Σησάμι

ΚΩΣ

3.100

3.800

10.400

68.000

103.900

9.900

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

16800

28.000

28.300

375.000

1.269.400

19.700

 

 

Πατάτες

Μπάμιες

Σέσκουλα

Καρότα

Λάχανα

Κολοκύθες

ΚΩΣ

53.300

6.900

1.300

800

5.300

24.700

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

705.500

46.800

69.100

9.700

171.300

687.700

 

 

Αγγούρια

Φασόλια

χλωρά

Κουκιά χλωρά

Μελιτζάνες

Πιπεριές

Ντομάτες

ΚΩΣ

52.000

13.700

8.500

22.200

3.600

525.700

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

599.400

103.700

75.300

87.700

44.200

1.030.500

 

 

Κολοκυθάκια

Καρπούζια

Πεπόνια

ΚΩΣ

76.800

832.200

402.000

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

215.100

1.190.700

529.500

 

 

Σύκα χλωρά

Σύκα

ξηρά

Βερίκοκα

χλωρά

Μούσμουλα

ΚΩΣ

31.700

32.900

300

500

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

363.700

460.000

137.600

57.400

 

Ροδάκινα

Αχλάδια

Αμύγδαλα

Καρύδια

Χαρούπια

ΚΩΣ

3.600

26.900

20.000

500

1.000

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

72.800

148.000

69.400

7.400

31.800

 

 

Σταφύλια οίνου - επιτραπέζια

Σταφίδα ξηρή

Πορτοκάλια

Μανδαρίνια

Λεμόνια

ΚΩΣ

872.500

4.700

10.700

10.400

10.500

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

4.066.700

90.500

880.300

1.064.600

284.400

 

ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1939

Αριθμός ελαιοδένδρων

Έκταση

Αμπελιών σε στρέμματα

Αριθμός μανδαρινιών

Αριθμός λεμονιών

Αριθμός συκιών

ΚΩΣ

83.000

1.200

5.913

1.076

22.000

ΣΥΝΟΛΟ

ΔΩΔ/ΝΗΣΟΥ

689.315

31.084

70.507

15.176

186.894

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΚΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ


Η ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΩ

Του Γεωπόνου κ. Δ. Κ. ΚΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ΄

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τουριστική Κως αρ. 4 στις 22/8/53

 

Λέγουν ὅτι στα παλιά χρόνια ἡ Κως είχε πληθυσμὸν 100.000 κατοίκων κι’ ὅτι τὸ λεχθὲν «ὃν οὐ θρέψαι Κώς, οὐδ ̓ Αἴγυπτος» ήταν βγαλμένο ἀπ’ τήν πραγματικότητα, Σήμερα πού εἶναι πρώτη σὲ ποσοστόν καλλιεργησίμων ἐκτάσεων καὶ δεύτερη σὲ ἔκταση και πληθυσμόν, ἀνάμεσα στα λοιπά νησιά τοῦ Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, βρίσκεται σέ μιά μόνιμη σχεδόν κατάσταση οικονομικοῦ μαρασμού.

Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος γιὰ ν ̓ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν αἰτιολογία τῆς καταστάσεως αὐτῆς καὶ τὴν ὑπόδειξιν τῶν μέτρων θεραπείας. Περὶ αὐτῶν θὰ γράψωμεν ἄλλοτε. Στο σημερινὸ ἄρθρο μας θέλομεν ν ̓ ἀναλύσωμεν τὸ πῶς παρουσιάζεται ἡ Κῶς ἀπό γεωργικής πλευράς. Πρός τόν σκοπόν αὐτὸν κρίνομεν ἀπαραίτητον νὰ παραθέσω μεν μερικά στοιχεία κι ̓ ἂς μᾶς συγχωρήσουν ὅσοι δὲν συμπαθούν τοὺς ἀριθμούς, παρ ̓ ὅλον ὅτι οἱ ἀριθμοί (κατά τον Πυθαγόρα) ... μᾶς κυβερνούν.

Η νήσος Κως καταλαμβάνει ἔκτασιν 288 τετραγωνικών χιλιομέτρων (288.000 στρέμματα), ἐκ τῶν ὁποίων 42% καλλιεργήσιμα. Ἡ ἐπιφάνεια ὅλης τῆς Δωδεκανήσου ἀνέρχεται σε 2.700 τετραγωνικά χιλιόμετρα με ποσοστὸν παραγωγικών ἐκτάσεων 28% κι' ὁλοκλήρου τῆς Ἑλλάδος σε 132.700 τετραγωνικά χι λιόμετρα με ποσοστὸν ὡς ἄνω 26%. Συγκρίνοντες τοὺς τρεῖς αὐ τοὺς ἀριθμούς (42%, 28%, 26%) βλέπομεν πόσην τεραστίαν δια φορὰν παρουσιάζει ἡ Κῶς ἀπὸ ἀπόψεως γεωργικής παραγωγικότητος ἔναντι τῆς λοιπῆς Δωδεκανήσου κι' αὐτῆς ταύτης τῆς Ἑλλάδος ἐν τῷ συνόλω.

Ὁ πληθυσμὸς τῆς νήσου ἀνέρχεται σε 20.000 περίπου ἄτομα ἐκ τῶν ὁποίων 9.000 ἀνήκουν στην πρωτεύουσα Κῶ καὶ 11.000 στα χωριά Ασφενδιού, Πυλί, Καρδάμαιναν,  ̓Αντιμάχειαν καί Κέφαλον. Κυρία ἀπασχόλησις τῶν κατοίκων εἶναι ἡ γεωργία καὶ κτηνοτροφία, δευτερευόντως δὲ τὰ λοιπὰ ἐπαγγέλματα. Χάριν κατατοπισμοῦ ἀνάγομεν τὶς ἀνωτέρω κατηγορίες σὲ ἀριθμούς καὶ λέμε ὅτι ὁ γεωργικός πληθυσμός (γεωργοί, κτηνοτρόφοι, γεωργο- κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι, γεωργοεργάται) ἀνέρχεται σε 60% κι’ ὅλοι οἱ ἄλλοι μαζί σε 40% (έργάται, ἁλιεῖς, σφουγγαράδες, ἐπαγγελματίαι, ἔμποροι, ὑπάλληλοι, διάφοροι ἐπιστήμονες καὶ κληρικοί). Εν τούτοις ἀκριβής διαχωρισμός δὲν μπορεῖ νά γίνη, γιατὶ πολλὰ ἄτομα ἀσχολούνται μὲ τὴν γεωργίαν, ἐκ παραλλήλου δὲ μετέρχονται καὶ ἕτερον βιοποριστικὸν ἐπάγγελμα.

Αι καλλιεργήσιμοι εκτάσεις (ἀγροί, ἀμπελῶνες, ἐλαιῶνες, όπωρώνες, περιβόλια κλπ) είναι εδαφικώς γονιμώτατες και πετρογενετικώς (κυρίως ιζηματογενούς προελεύσεως) μπορούμε αδίστακτα να τις κατατάξουμε στις καλύτερες περιοχές της Ελλάδος.

Υδατογραφικῶς ἡ Κῶς παρουσιάζει σημαντικὸν ἐνδιαφέρον (φρέατα, αρτεσιανά, πηγαί, ἐπιφάνειακὰ ὕδατα, ἀντλητικά συγκροτήματα κλπ). Μόλις ἤρξαντο προσπάθεια δι' υδρομάστευσιν τοῦ πλουσίου ὑδατικού ὁρίζοντος πράγμα ποὺ θὰ ἔχη τεραστίαν ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς οἰκονομίας τοῦ τόπου. Κλιματολογικῶς ἀνήκει στη μεσογειακή παρατροπική ζώνη μὲ μέσην έτησίαν θερμοκρασίαν 19ο Κελσίου καὶ ἐτήσιον ὀμβρομετρικόν ὕψος 900 χιλιοστά, (βροχή).

Απ' τα λίγα αὐτὰ στοιχεῖα προκύπτει ὅτι ἡ Κῶς παρουσιάζει σπανίας έδαφικάς καί κλίματικὰς συνθήκας διὰ τὴν ἐφαρμογὴν οιασδήποτε καλλιεργείας.

Παρὰ τὸ καθεστώς τῶν μικρῶν στρεμματικῶν ἀποδόσεων ἐν τούτοις παράγει εἰς χιλιόγραμμα 3.000.000 σιτηρά (σῖτος, κριθή, βρώμη), 200.000 διάφορα όσπρια, 150.000 καπνόν (παραγωγή αυξομειουμένη), 2.000.000 διάφορα λαχανικά, 1.500.000 πατάτες, 5.000.000 τομάτες, 4.000.000 μποστανικά (καρπούζια, πεπόνια) 250.000 σησάμι, 250.000 νταρί (σόργον), 2.000. 000 σταφύλια (ἐπιτραπέζια, οινοποιήσιμα, σταφίδες), 250.000 εσπεριδοειδή (μανταρίνια, πορτοκάλια, λεμόνια), 200.000 ἔλαιον (ἀνὰ διετίαν) καὶ πλῆθος ἄλλων γεωργικών προϊόντων (λινάρι, βαμβάκι, ψυχανθή, ἀραβόσιτον, σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κακί, οπῶρες, μπανάνες, ἀκόμη καὶ γλυκάνισον) που προσδίδουν στην Κῶ μιά παραδεισιακὴν ὄψιν.

Δὲν ὑπάρχει λοιπόν ἀμφιβολία ὅτι ἡ φύσις ἔχει ποικιλιτρόπως εὐνοήσει το νησί τοῦτο. Η μεγάλη ἀναλογία των παραγωγικῶν ἐκτάσεων, ἡ πρωτοφανής γονιμότης τῶν ἐδαφών, το ἤπιον καὶ θερμὸν κλίμα, ἡ ὕπαρξις τοῦ ὑδατικού παράγοντος καὶ ἡ ἐργατικότης τοῦ κόσμου προσδίδουν εἰς τὴν γεωργίαν τὴν πρώτην θέσιν, ὡς πρὸς τους λοιπούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους τῆς νήσου,

 

ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ  ΠΟΛΕΜΟΥ

   Ο πόλεμος 1933 – 1945 προξένησε μεγάλες καταστροφές στη Δωδεκανησιακή οικονομία. Η κατάσταση στην οποία  βρέθηκε η γεωργία τους πρώτους μήνες μετά το τέλος του πολέμου παρουσιάζεται στην καταγραφή αρ. 119 από το Βιβλίο Πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου Κω [8]. Πρόκειται για την απάντηση του δημάρχου Γ. Κουτσουράδη και του γραμματέα Ν. Χατζηβασιλείου στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Κεντρική Δωδεκανησιακή Επιτροπή στο Δήμο Κω. Η σύνταξη του κειμένου έγινε την 1η Δεκεμβρίου, δηλαδή 7 μήνες μετά το τέλος του πολέμου και  σε αυτό παρουσιάζονται συγκριτικά στοιχεία των ετών 1939 και 1945.

Σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα του νησιού αναφέρονται τα εξής:

Στην δεύτερη ενότητα περί Οικονομικής δραστηριότητας

Σκιαγραφία της σημερινής οικονομικής καταστάσεως

Η σημερινή οικονομική κατάστασις της νήσου εμφανίζεται λίαν οικτρά. Τούτο οφείλεται εις τα κάτωθι αίτια:

1. Διότι η παραγωγή των προϊόντων λόγω της ληστρικής διαγωγής των Γερμανών και  Ιταλών ηλαττώθη τα μέγιστα.

2. Διότι διά την εξαγωγήν των ολίγων προϊόντων παρενεβάλλοντο πολλαί δυσκολίαι λόγω των πολεμικών συνθηκών.

3. Διότι τα έξοδα καλλιεργείας κατά την τελευταίαν πολεμικήν περίοδον, ήσαν υπέρογκα λόγω της καταπληκτικής αυξήσεως του τιμαρίθμου της ζωής, ενώ κατά των εποχών της εσοδείας, η οποία συνέπεσε με το τέλος του πολέμου, αι τιμαί των προϊόντων υπέστησαν τοσαύτην αισθητήν μείωσιν, ώστε να φέρωσι πλήρη συγκλονισμόν εις την οικονομικήν κατάστασιν του γεωργού.

4. Διότι ολόκληροι περιοχαί εκ των ευφορωτέρων γαιών της νήσου, έμενον ακαλλιέργητοι, επιταχθείσαι υπό των Γερμανών διά την τοποθέτησιν ναρκών.

5. Διότι το πλείστον των σπόρων των δημητριακών είχεν αρπαγή υπό των Γερμανών διά την συντήρησίν των.

6. Διότι τα περισσότερα των διά την καλλιέργειαν αναγκαιούντων ζώων είχον κλαπή ή καταφαγωθή υπό των αυτών κατακτητών.

7. Διότι είχον λείψει εργατικαί χείρες λόγω του ότι το εν τέταρτον των γεωργών και χειρωνάκτων απειλούμενοι από το φάσμα του εκ πείνης θανάτου ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι την νήσον, διά την Μέσην Ανατολήν, όθεν τώρα επανήλθον στερούμενοι εργασίας και στέγης, πράγμα το οποίον αποτελεί το ακανθωδέστερον πρόβλημα του Δήμου, μη δυναμένου να εύρη λύσιν επί του προκειμένου.

8. Διότι δεν υπήρχον λιπάσματα και ειδικά διά την γεωργίαν φάρμακα, θείον, γεωργικά εργαλεία και επιστημονική καθοδήγησις του γεωργού εκ μέρους ειδικών γεωπόνων....

...Προς ενίσχυσιν της γεωργίας από της οποίας και μόνον εξαρτάται η οικονομική ζωή της νήσου θα εχρειάζοντο τα ακόλουθα:

1. Ίδρυσις γεωργικής τραπέζης, η οποία να παρείχε: α) μακροχρόνια γεωργικά δάνεια κατασφαλιζόμενα δι’ εγγυήσεως ακινήτων, β) βραχυπρόθεσμα γεωργικά δάνεια  κατοχυρούμενα υπό των προϊόντων των παραγωγών.

2. Αποστολή ειδικών σπόρων, φαρμάκων, γεωργικών εργαλείων, ελαφρών βενζιναρότρων και χημικών λιπασμάτων.

3. Αποστολή συμπληρωματικών ειδικών καθηγητών, ει δυνατόν Δωδεκανησίων, διά την λειτουργίαν της ήδη κατ’ απόφασιν του δημοτικού συμβουλίου συσταθείσης Μέσης Γεωργικής Σχολής.

 

Γεωργία

   Η διεύθυνσις του εν Κω κτηματολογίου εργάζεται από πολλού διά τον καταρτισμόν στατιστικής επί της καλλιεργησίμου και μη εκτάσεως της Κω, κατά περιοχάς και κατ’ είδος προϊόντων ως και ετέρας τοιαύτης επί του ολικού αριθμού των δένδρων κατ’ είδος. Την στατιστικήν ταύτην θα αποστείλωμεν υμίν λίαν προσεχώς.

Δέον να σημειωθή ότι η αμπελοφυτεία, ηυξήθη κατά την πολεμικήν περίοδον κατά 30%, δεν κατώρθωσεν όμως ν’ αποδώση ακόμη προϊόντα λόγω ελλείψεως εργατικών χειρών, ως άνω είπομεν, μη δυναμένων των γεωκτημόνων να παρέχωσιν αυτάς επαρκή τροφήν διά την σχετικήν καλλιέργειαν ως επίσης λόγω ελλείψεως ειδικών φαρμάκων ένεκα των πολεμικών συνθηκών και ιδία θειϊκού χαλκού και θείου, διά την καταπολέμησιν ενσκυψασών ασθενειών. Αι τοιαύται δε ασθένειαι έχουσιν εξαπλωθή και επί των δένδρων. Προς τούτο συνετέλει και η σχετική ξηρασία, δι’ ο και συνιστάται η δυνατότης ενάρξεως αρδευτικών έργων διά την ευρυτέραν διοχέτευσιν των ποτιστικών υδάτων, εις περιοχάς εχούσας απόλυτον ανάγκην τούτων.


 Αλωνιστική μηχανή των αδελφών Αδαμαντίδη


Ο Γεώργιος Αδαμαντίδης

Δενδροκομία

   Εν τη νήσω μας ευδοκιμούν ιδίως, η ελαία, η συκή, η αμυγδαλή, ευδοκιμούν επίσης τα εσπεριδοειδή και ολίγα οπωροφόρα δένδρα. Ταύτα εμφαίνονται λεπτομερώς εις την ως ανωτέρω είπομεν στατιστικήν του κτηματολογίου Κω.

 



Παραγόμενα προϊόντα

   Τα εν τη νήσω μας παραγόμενα προϊόντα, είναι τα κάτωθι αναφερόμενα υπολογιζομένης κατά προσέγγισιν της ποσότητος αυτών προπολεμικώς και κατά την σημερινήν περίοδον, καθ’ ην εμειώθησαν ταύτα αισθητώς λόγω των προρρηθέντων προσκομμάτων:


 

1939

1945

Σιτηρά (σίτος, κριθή, αραβόσιτος, βρώμη, σησάμι)                                         Χιλιόγραμμα

 

2.500.000

 

600.000

Καπνός

350.000

80.000

Σύκα

80.000

40.000

Πεπόνια

300.000

100.000

Κρομμύδια

200.000

90.000

Αμύγδαλα

50.000

15.000

Βερίκοκα - Τζάνερα

 

?

Μήλα - Βύσσινα

20.000

8.000

Όσπρια

25.000

6.000

Σταφυλαί

2.000.000

1.200.000

Έλαιον

45.000

18.000

Καρπούζια

600.000

300.000

Τομάτες

400.000

100.000

Απίδια

60.000

20.000

Λαχανικά

60.000

35.000

Μέλι

2.000

700

Πατάται

20.000

4.000

Εσπεριδοειδή                                        Τεμάχια

1.000.000                                    

400.000

Ανεπάρκεια προϊόντων - Εισαγωγαί

  Ανεπάρκεια υπήρχεν εις σιτηρά, έλαιον και όσπρια. Εισαγωγαί εγένοντο εξ Ιταλίας των αυτών προϊόντων ως επίσης αμυλούχων ουσιών, ορύζης, ελαίων βρωσίμων, μακαρονίων. Αδυνατούμεν να αναφέρωμεν ποσότητας, διότι αι σχετικαί στατιστικαί ευρίσκονται εις Ρόδον.

 

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

  Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος έφερε μεγάλες αναταραχές στο διεθνές εμπόριο και μόλις το 1955 το διεθνές εμπόριο και η διεθνής παραγωγή ξαναβρέθηκαν  στα προπολεμικά επίπεδα.

  Αμέσως μετά την Ενσωμάτωση στην Κω οι ακτήμονες γεωργοί ήταν περίπου 710 -750 και εκείνοι με ανεπαρκή κλήρο 800 – 900 [9]. Η καλλιεργήσιμη γη ανήκε σε τριάντα οικογένειες Ελλήνων με 35.671 στρέμματα, σε έξι τουρκικές οικογένειες με 7.224 στρέμματα, και στην τουρκική κοινότητα με 2.494 στρέμματα. Δηλαδή το μισό της καλλιεργούμενης γης του νησιού ανήκε σε λίγους γαιοκτήμονες.

Παρά την πείσμονα αντίθεση κάποιων έγινε αποκατάσταση σε 950 οικογένειες Ελλήνων και Τούρκων και τέθηκαν οι βάσεις της γεωργικής ανάπτυξης της Κω.

Με τα προστατευτικά μέτρα, που άρχισαν να ισχύουν, παρατηρείται βαθμιαία ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής [10].

  Η πορεία του γεωργικού εισοδήματος στα Δωδεκάνησα από την απελευθέρωση είναι συνεχώς ανοδική, το έτος 1939 το αγροτικό εισόδημα συμμετείχε μόνο κατά 11,17% στο συνολικό εισόδημα των Δωδεκανήσων, το 1960 έφθασε το 45%  και μεταξύ των ετών 1947 – 1961 αυξήθηκε κατά 263%[11]. Αυτό οφείλεται στην αποκατάσταση των ακτημόνων, στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, στα εγγειοβελτιωτικά έργα, στα νέα μέσα καλλιέργειας, στην επέκταση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, στη χρηματοδότηση από την αγροτική τράπεζα, και στην οργανωμένη αγροτική εκπαίδευση.

  Το 1947 δημιουργήθηκε η Ένωση Συνεταιρισμών Δωδεκανήσου, στην οποία ήσαν μέλη 67 συνεταιρισμοί.

Ανάλογα και με τα προϊόντα που παράγονται ιδρύονται το 1949 οι πρώτοι συνεταιρισμοί, ο «Ελαιουργικός» και ο «Οινοποιητικός». Το 1952 δημιουργείται και το πρώτο εργοστάσιο τοματοπολτού. Το 1954 ιδρύεται ο  «Συνεταιρισμός πωλήσεως και επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων». Σε συνεργασία με την Αγροτική τράπεζα αγοράζει το εργοστάσιο τοματοπολτού «Φάρος» και εξελίχθηκε στην «Αγροτική βιομηχανία Κω - Α.ΒΙ.ΚΩ».

Η εποχή της ντομάτας πέρασε, όπως πέρασαν και οι εποχές των σταφυλιών και των καπνών.


    Η δεκαετία του 1970 είναι η εποχή που στην Κω αρχίζει να αναπτύσσεται ο τουριστικός τομέας, ενώ ο αγροτικός τομέας στη Δωδεκάνησο άρχισε να διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο, τόσο στην απασχόληση όσο και στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος[12]. Έτσι  με την πάροδο του χρόνου, άρχισε να διαφαίνεται κάποια στασιμότητα και σήμερα πλέον είναι γεγονός ότι και το ύψος αλλά και η σύνθεση της παραγωγής δεν εξασφαλίζουν την αυτάρκεια. Οι ανάγκες σε αγροτικά προϊόντα καλύπτονται με εισαγωγές από τη λοιπή χώρα.

   Ορισμένοι αρνητικοί παράγοντες όπως η σχετικά χαμηλή στάθμη της γεωργικής εκμετάλλευσης, ο μικρός κλήρος και ο κατακερματισμός του σε διάσπαρτα τεμάχια, ο ανε­παρκής τεχνικός εξοπλισμός, όπως  και η πλημμελής οργάνωση διάθεσης των προϊόντων, δεν έδωσαν τη δυνατότητα στο γεωργικό  κλάδο να αναπτυχθεί στα επι­τρεπόμενα από τις δωδεκανησιακές ανάγκες επίπεδα. Στους ανασχετικούς παραπάνω παράγοντες θα πρέπει να προστεθούν τόσο η απροθυμία απασχόλησης νέων ανθρώπων σε γεωργικές και γενικά αγροτικές εκμεταλλεύ­σεις, όσο και η ίδια απροθυμία ανάληψης αγροτικών επενδυτικών πρωτοβουλιών από ιδιώτες επιχειρηματίες.

   Σήμερα η Δωδεκάνησος διακρίνεται για τις μικρές σε έκταση ιδιοκτησίες, για το μικρό ποσοστό αρδευόμενων εκτάσεων και τη μικρή σε αριθμό και όγκο παραγωγή κύριων αγροτικών προϊόντων.

  Το κόστος της παραγωγής (τιμές του πετρελαίου, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ζωοτροφών) συνεχώς αυξάνεται συνθέτοντας ένα εξαιρετικά δύσκολο σκηνικό για την πρωτογενή παραγωγή.  Βέβαια δεν λείπουν οι μεσάζοντες και τα καρτέλ που εκτοξεύουν τις τιμές των προϊόντων σε βάρος των καταναλωτών και συμπιέζουν προς τα κάτω τα κέρδη των παραγωγών.   Πρώτη προτεραιότητα είναι η απόκτηση ονομασίας προέλευσης των τοπικών μας προϊόντων. Η «βιολογική γεωργία» είναι ένας νέος τομέας, που όμως είναι ακόμη περιορισμένος. Υπάρχει ανάγκη για στήριξη των νέων αγροτών, για  αναδιάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών και δημιουργία των προϋποθέσεων που θα καθιστούν την γεωργική εκμετάλλευση ελκυστική και προσοδοφόρα.

  Απαραίτητη κρίνεται η ενίσχυση της Βιολογικής γεωργίας, η υλοποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης αγροτών στις νέες τεχνολογίες καθώς και η στήριξη παραδοσιακών προϊόντων τόσο για την παραγωγή όσο και την μεταποίηση  με τη δημιουργία μικρών βιοτεχνιών στα χωριά μας  για λάδι, κρασί, ζυμαρικά, όσπρια.

Τέλος καλό θα ήταν να ενισχυθούν δράσεις στην τυποποίηση και στον έλεγχο της ποιότητας των προϊόντων.

  Μετά την κρίση που πλήττει τα τελευταία χρόνια την τουριστική βιομηχανία, είναι πλέον αναγκαίο να αναπτυχθεί ξανά ο πρωτογενής τομέας για την τόνωση της τοπικής οικονομίας. Μια αρμονική συνύπαρξη τουρισμού – γεωργίας θα είχε αμφίδρομα οικονομικά οφέλη. Το μέλλον θα δείξει.

 

ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ.

 

 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αγαπητίδης Σ., Η κατάστασις εις την Δωδεκάνησον, Αθήναι 1946, σ. 42.

[2] Λογοθέτης Μ., Όψεις του πολιτικού και οικονομικού βίου των Δωδεκανησίων κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (1821 -1912), Αθήνα 1994, σ. 92.  Από το ημερολόγιο του αρχιπελάγους του έτους εγίρας 1304 (1886 - 1887): Αναφέρεται γενικά η γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή της Κω. - Χατζηβασιλείου Β., Ιστορία της νήσου Κω. Αρχαία - μεσαιωνική - νεότερη, Αθήνα 1990, σ. 397.

[3] Δρακίδης Γ., Λεύκωμα των Δωδεκανήσων, Αθήναι 1913, σσ. 57 - 59.

[4] Αγαπητίδης Σ., ό.π., σ. 41.

[5] Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, Δωδεκάνησος. Τετράτομος μελέτη του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως και συνεργατών του υπό την διεύθυνσιν του Κ.Α. Δοξιάδη. Α. Γενική Περιγραφή, Αθήναι 1947, σσ. 258 - 259. - Τσαλαχούρης Κ., Η οικονομική πολιτική της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα, Αθήνα 2000, σσ. 102 - 103. Υποσημείωση αρ. 53, υπόμνημα της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Δωδεκανήσου προς τους βουλευτές Δωδεκανήσου, αρ. 656/11-4-1950. - Τσιρπανλής Ζ., Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912 - 1943. Αλλοτρίωση του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, Ρόδος 1998, σσ. 200 - 201.

[6] Soleri U., L’ essiccamento dell’ uva nelle Isole Italiane dell’ Egeo, Firenze 1936, σ. 4.

[7] Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, ό.π., σσ. 100 - 105.

[8] Ειδικό Ιστορικό και Λαογραφικό Αρχείο Δήμου Κω, Βιβλίον Πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου Κω από τις 16/5/1945 έως τις 10/4/1948, καταγραφή αρ. 119.

[9] Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, ό.π., σ. 97. 

[10] Χατζηγιακουμή - Νούτσου Μ., Συνεταιρισμοί, Αγροτική Τράπεζα και τοπική οικονομία, Τα Κωακά 5 (1995), σσ. 539 - 555.

[11] Κόνσολας Ν., Η στατική και δυναμική εποπτεία του οικονομικού χώρου της Δωδεκανήσου, Αθήναι 1964, σ. 50.

[12] Φίνας Κ., Η δωδεκανησιακή οικονομία από της απελευθερώσεως της Δωδεκανήσου μέχρι σήμερα 1947 - 1989, Ρόδος 1991, σ. 140.

Comments


bottom of page