ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟ
- Kostas Kogiopoulos
- 6 days ago
- 5 min read
Updated: 6 days ago
Η Κέφαλος, η παλιά Αστυπάλαια, ο δήμος Ισθμιωτών (Δάμος ο Ισθμιωτάν). Ήταν ένας ανεπτυγμένος δήμος με θέατρο και ναούς αφιερωμένους σε διάφορες θεότητες[1]: Ασκληπιό, Υγεία, Ομόνοια, Δήμητρα, Εκάτη, Αφροδίτη, Ούλιο Απόλλωνα, Δάλιο Απόλλωνα κλπ. Θεωρείται μάλιστα πατρίδα των Ασκληπιαδών γιατρών της Κω από τους οποίους κατάγεται και ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης (460-370 π.Χ.).
Η ακρόπολη βρισκόταν στους λόφους των Παλατιών με το θέατρο και ναούς.

Οι Ιταλοί ερευνητές Monica Livadioti και Giorgio Rocco[2] περιγράφουν τον ναό της Ομόνοιας μέσα από τα γραπτά του Laurenzi και με την επιτόπια έρευνα τους περιγράφουν τι υπάρχει στην περιοχή σήμερα, μια πολύ καλή εργασία.
Ακολουθεί μετάφραση των κειμένων τους: Από τα πρώτα χρόνια της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων το 1912, αρκετοί μελετητές στάλθηκαν για να συνοδεύσουν την εκστρατευτική δύναμη και να προετοιμάσουν μια αρχική έκθεση σχετικά με τον αριθμό των μνημειακών λειψάνων ιστορικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος στις Νότιες Σποράδες (Δωδεκάνησα). Κατά τη διάρκεια αυτών των αρχικών εξερευνήσεων, ο Luigi Pernier, τότε διευθυντής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (S.A.I.A.), έστειλε έναν από τους μαθητές του, τον Gian Giacomo Porro, για να βοηθήσει τον Giuseppe Gerola στο αρχαιολογικό χώρο μιας αρχικής καταγραφής των μνημείων της περιοχής.
Ο νεαρός αρχαιολόγος, κατά τη διάρκεια μιας εξερεύνησης της περιοχής γύρω από το σημερινό χωριό Κέφαλος, στο νότιο άκρο του νησιού της Κω, ανακάλυψε τα ερείπια ενός «ελληνιστικού ναού» σε μια περιοχή που αναγνωρίστηκε ως η πιθανή τοποθεσία της αρχαίας Αστυπάλαιας [3]. Η τοποθεσία βρισκόταν ακριβώς νότια από το σημείο όπου, το 1901, ο R. Herzog είχε εντοπίσει έναν μικρό ναό αφιερωμένο στη Δήμητρα, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην τοποθεσία Παλάτια. Τα ερείπια που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των ερευνών εμφανίστηκαν αργότερα σε έναν κατάλογο του 1913, που δημοσιεύθηκε από το Ιταλικού Υπουργείο Παιδείας.
Ωστόσο, μόλις το 1928 ο Luciano Laurenzi, πρώην φοιτητής του S.A.I.A. και υπότροφος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Ινστιτούτου FERT της Ρόδου, ανέλαβε, για λογαριασμό του ίδιου ινστιτούτου, μια μεθοδική εξερεύνηση της ίδιας περιοχής που είχε ήδη αναφέρει ο Porro, διεξάγοντας αρκετές ανασκαφικές έρευνες που θα αποκάλυπταν ενδιαφέρουσες ελληνιστικές κατασκευές.
Ο Laurenzi, ανέσκαψε σε χαμηλούς λόφους που τώρα καλύπτονταν από ένα πυκνό πευκοδάσος, ανακάλυψε τα ερείπια του ναού (Ναός Α) και ένα μικρό θέατρο εκεί κοντά, σε αρκετά καλή κατάσταση. Ο ανασκαφέας στη συνέχεια παρείχε μόνο μερικές προκαταρκτικές αναφορές για τα ευρήματα. Μια πιο λεπτομερής περιγραφή βρίσκεται στις σελίδες του χειρόγραφου που συνοδεύουν τον Αρχαιολογικό Χάρτη της Κω, ο οποίος ολοκληρώθηκε αλλά δεν δημοσιεύθηκε ποτέ και τώρα φυλάσσεται στη Ρόδο, στα Ιταλικά Αρχεία της Εφορίας Δωδεκανήσου.


Ο μικρός ναός που ανακάλυψε στους χαμηλούς λόφους ο Laurenzi κοντά στο θέατρο, τον περιέγραψε από τα ερείπια που βρέθηκαν. Οι διαστάσεις του ναού ήταν (13,65 X 6,60 μ.), αναγνωρίζοντάς τον ως κτίριο εν παραστάσι επί βάθρου, καλά διατηρημένο στον σηκό, αλλά σχεδόν κατεστραμμένο στο μπροστινό μέρος.




Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε τόσο για τον σηκό όσο και για τα αρχιτεκτονικά μέλη ήταν μια κοκκινωπή τόφφος τοπικής εξόρυξης. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, οι περιμετρικοί τοίχοι, στηρίζονταν πάνω σε μία ψηλή βάση από πλίνθους κατασκευασμένη με τη συνήθη ελληνιστική τεχνική δύο ογκόλιθων που περικλείουν ένα στρώμα πλήρωσης», πρέπει να αποτελούνταν από ένα βάθρο, του οποίου δεν βρέθηκε κανένα ίχνος, πιθανώς κατασκευασμένο από μικρούς τετραγωνισμένους ογκόλιθους ή ακόμα και από πλίνθους πηλού. Στις γωνίες, η κατασκευή υπογραμμιζόταν από πεσσούς των οποίων η εξωτερική επιφάνεια, όπως και αυτή των ορθοστατών, χαρακτηριζόταν από μια κατοπτρική κλασική διαμόρφωση».
Από τα ερείπια των αρχιτεκτονικών μελών ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ότι ο ναός ήταν Δωρικού ρυθμού της ύστερης ελληνιστικής εποχής.
Η διαφορά ύψους μεταξύ του δαπέδου του σηκού και του υψομέτρου στο μπροστινό μέρος, περίπου 1,50 μ., οδήγησε τον ανασκαφέα να προτείνει μια λύση που χαρακτηρίζεται από πρόναο, του οποίου προηγείται μια φαρδιά σκάλα πρόσβασης.
Εντός του σηκού, ο Laurenzi βρήκε τα θεμέλια της βάσης του αγάλματος της θεότητας στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός. Αποτελείται από μια ορθογώνια επιφάνεια διαστάσεων 2,10 μ. επί 2,60 μ. και δύο προεξοχές μήκους 1,25 μ. έκαστος, οι οποίοι πιθανότατα περιείχαν σκαλοπάτια.
Στο εσωτερικό του κελιού βρέθηκε μια επιγραφή σε ασβεστολιθική βάση που έφερε οπή για την εισαγωγή της στήλης. Το κείμενο της επιγραφής, όπως το μετέγραψε ο Laurenzi στις σημειώσεις του, έχει ως εξής: ΖΩΠΥΡΟΣ ΕΥ[.]ΙΔΗ| ΤΟΥ ΑΡΧΕΥΣΑΣ ΥΠΕΡ | ΙΣΘΜΙΩΤΑΝ ΚΑΙ ΤΩΝ | ΑΛΛΩΝ ΠΟΛΙΤΑΝ | ΟΜΟΝΟΙΑΙ (Εικ. 3).
Από την επιγραφή, που δημοσίευσε το 1931 ο Segre με μια μικρή απόκλιση στο όνομα του αναθέτη, είναι ωστόσο σαφές ότι ο ναός αφιερώθηκε στην Ομόνοια από τον «αρχεύσας» του ίδιου δήμου του Ισθμού.


θραύσματα που ο Laurenzi μπόρεσε να εντοπίσει και να φωτογραφίσει κατά την ανασκαφή. Σήμερα δεν υπάρχουν.




Σημαντικά ερείπια του κτιρίου σώζονται σήμερα, αν και ορισμένα θραύσματα που ο Laurenzi μπόρεσε να εντοπίσει κατά την ανασκαφή (εικ. 4) έχουν πλέον χαθεί, συμπεριλαμβανομένου ενός δωρικού τυμπάνου κιονοστοιχίας διαμέτρου 0,50 μ. που είχε ανακτηθεί από το ρέμα Καμάρα από κάτω.
Ωστόσο, πολλά στοιχεία της όψης διατηρούνται ακόμη στη θέση τους: ένα δωρικό κιονόκρανο παραστάδας (εικ. 5), ένας λίθος που ίσως ανήκει σε επιστύλιο, ένα στοιχείο γωνιακής ζωφόρου (εικ. 7, α), δύο γωνιακά λίθοι του αετώματος (εικ. 6), δύο λίθοι του λοξού γείσου, συμπεριλαμβανομένης της σίμης, και ένα οριζόντιο στοιχείο γείσου (εικ. 9).
Το κιονόκρανο της παραστάδας διαθέτει ωοειδές σχήμα στο πάνω μέρος, που στεφανώνεται από έναν άβακα με κοίλο προφίλ Από κάτω, μια φαρδιά ταινία πλαισιώνεται από δύο λωρίδες. Με βάση τις στιλιστικές συγκρίσεις, το μοντέλο φαίνεται να χρονολογείται μεταξύ του τέλους του 3ου και των αρχών του 2ου αιώνα π.Χ. Η ζωοφόρος, με τις τρεις μετόπες για κάθε άξονα, τέσσερις στον κεντρικό, υποδηλώνει επίσης μια ύστερη ελληνιστική περίοδο, όπως και οι μορφολογικές λεπτομέρειες των τριγλύφων (εικ. 7, β)...




Μετά την ανακάλυψή του θεάτρου και τον ναών της Ομόνοιας του Ασκληπιού και της Υγείας, όλα βρίσκονται στα όρια γκρεμών με ασταθές έδαφος που συνεχώς γίνονται κατολισθήσεις. Μέχρι σήμερα δεν έγιναν έργα σταθεροποίησης και συντήρησης των μνημείων, γι' αυτό και χάθηκαν αρκετά τμήματα που φαίνονται από τις φωτογραφίες και τα γραπτά του Laurenzi. Οι ερευνητές M. Livadioti και G. Rocco θεωρούν ότι την περίοδο της Γερμανικής κατοχής έγιναν οι μεγαλύτερες κλοπές και καταστροφές. Βέβαια οι Γερμανοί λάτρευαν (λήστευαν) τις αρχαιότητες αλλά δύσκολο να αφαιρέσουν τόσο ογκώδη τμήματα. Αφαιρέσεις και απώλειες έγιναν από την στηγμή της ανακάλυψης τους και αν δεν σταθεροποιηθεί το έδαφος θα τα ρουφήξει όλα ο γκρεμός.
Πάντος σήμερα μπορούμε ακόμη να δούμε και να θαυμάσουμε τα αρχαία αυτά μνημεία.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Β. Χριστοπούλου Η Κέφαλος της νήσου Κω και και ο Δήμος των Ισθμιωτών . Από την προϊστορία στους μεταβυζαντινούς χρόνους. Τα Κωακά ΙΓ΄2015. σσ. 133 - 172.
[2] Livadiotti-Rocco 2001: M. Livadiotti-G. Rocco, «Il santuario di Asklepios Hygeia ed Omonoia nel demo di Isthmos a Coo» στο: J.Y. Marc - J.Ch. Moretti (έκδ.), Constructions publiques et programmes édilitaires en Grèce, Actes du Colloque organisé par l'Ecole Française d'Athènes, Athènes 14-17 Mai 1995, BCH Suppl. 39, Paris 2001, 371-384.
[3] Για τις εξερευνήσεις και ανασκαφές στην περιοχή του Ισθμού από τα μέσα του 19ου αιώνα: L. Ross, Reisen auf den griechischen Inseln des ägäischen Meeres (1845), II, p. 89; III, p. 136; IV, p. 23-28; O. RAYET, «Mémoire sur l'île de Kos», in Archives de la Mission scientifique du Levant III/3 (1876), in particolare p. 76-78; D. MACKENZIE, «Kos Astypalaia», ABSA 4 (1897-1898), p. 95-100; R. HERZOG, AA 1903, p. 1-13, 186-189; D. LEVI, «La grotta di Aspripetra a Coo», ASAA 8-9 (1925-1926), p. 235-312; L. LAURENZI, “Nuovi contributi alla topografia storico-archeologica di Coo», scientifique du Levant III/3 (1876), in particolare p. 76-78; D. MACKENZIE, “Kos Astypalaia”, ABSA 4 (1897-1898), p. 95-100; R. HERZOG, AA 1903, p. 1-13, 186-189; D. LEVI, «La grotta di Aspripetra a Coo», ASAA 8-9 (1925-1926), p. 235-312; L. LAURENZI, “Nuovi contributi alla topografia storico-archeologica di Coo”, Historia 5 (1931), p. 623-626; G. E. BEAN, J. M. COOK, «The Carian Coast III”, ABSA 52 (1957), p. 119-126, in particolare su Astypalaia p. 121-123. Per una sintesi sull'argomento, cf. G. PUGLIESE CARRATELLI, «Il damos coo di Isthmos», ASAA 41-42 (1963-1964), p. 147-202, in particolare p. 148-149.
Comments