top of page
  • Kostas Kogiopoulos

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΚΩΣΤΟΓΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΠΕΡΗ ΚΑΙ ΑΝΕΖΟΥΛΑΣ ΠΑΤΑΚΟΥ – ΤΡΟΥΜΟΥΧΗ  

 

Οι Γερμανοί ένιωθαν ότι πλησίαζε το τέλος. Η πείνα ήταν μεγάλη και οι λιποταξίες πολλές· ιδίως των Πολωνών και των Αυστριακών. Στην προσπάθεια να διατηρήσουν τον έλεγχο και την πειθαρχία του στρατεύματος, κατέφυγαν σε αυστηρά μέτρα.

Υποψιάζονταν ότι πίσω από τα βουνά, στην Αγία Ειρήνη, υπήρχαν κλιμάκια που βοηθούσαν τις διαφυγές.

Σκέφθηκαν να οργανώσουν μια επιχείρηση με δήθεν φυγάδες για να δουν πως λειτουργεί η οργάνωση. Έτσι στις 27 Φεβρουαρίου τέσσερις  Γερμανοί ανέβηκαν στο Κοκκινόνερο, συνάντησαν το γιο του Θεόκριτου Κώστογλου, τον Βασίλη, ο οποίος δεν κατάλαβε το κόλπο των Γερμανών και όταν αυτοί έμαθαν, ό,τι χρειάζονταν, τον συνέλαβαν.



Την ίδια ημέρα ισχυρές γερμανικές δυνάμεις ανέβηκαν στο βουνό και συνέλαβαν το Θεόκριτο την ώρα που μάζευε τα πράγματα των κατασκόπων, καθώς και άλλους βοσκούς, τους Αντώνη και Κώστα Τρουμούχη και τον Γιάννη Καλυμιαναρή. Συνέλαβαν και τις γυναίκες Ανεζούλα Πατάκου - Τρουμούχη και τις αδελφές Σεβαστή, Σταματία και Διονυσία Περή, όπως και το Γεώργιο Μυλωνά, που βοηθούσε στη διαφυγή Ιταλών[1]. Τους έκλεισαν όλους σε κελιά στο κάστρο.





Το Θεόκριτο και έναν άλλο βοσκό τους μετάφεραν πρώτα στην Αντιμάχεια[2], όπου και άρχισαν τα πρώτα βασανιστήρια. Στη συνέχεια τον μετέφεραν στο κάστρο της Κω και τον φυλάκισαν. Ο Θεόκριτος δεν άντεξε και αποκάλυψε ό,τι ήξερε για τους κατασκόπους· ανέφερε και τα ονόματα Νίκο και Μιχάλη, δηλαδή τα ονόματα των Γεωργιάδη και Κουγιουμτζή.


Ο Zucchelli έστειλε τον καραμπινιέρο Δημοσθένη Κρασσά να τους ειδοποιήσει και έτσι πρόφτασαν να διαφύγουν στη Σύμη.

Οι Γερμανοί κατέγραψαν τη σύλληψη και το υλικό, που βρήκαν στη μάντρα, στο ημερολόγιο πολέμου της μεραρχίας εφόδου «Ρόδος»[3]. Στην αναφορά για αντικατασκοπία γράφει: Τον Φεβρουάριο κατορθώσαμε να εξαλείψουμε το κέντρο κατασκοπείας της Κω. Επρόκειτο για μία ομάδα που διέθετε ασύρματο και αποτελούνταν από ένα Βρετανό λοχία και 4 Έλληνες στρατιώτες και μετάδιναν πληροφορίες στη Σύμη. Αυτή η ομάδα ήταν σε επαφή με αρκετούς πολίτες που βοηθούσαν να διαφεύγουν στην Τουρκία, πολλοί Γερμανοί και Ιταλοί λιποτάκτες. Συλλάβαμε 11 Έλληνες, αλλά ο Βρετανός και οι 4 Έλληνες κατάφεραν να ξεφύγουν. Βρέθηκε ένα τετράδιο με κώδικες, ένα κατάλογος αποκωδικοποίησης, ένας κατάλογος με συντμήσεις, 8.450.000 δραχμές και 6 αγγλικές επιστολές. Από τα στοιχεία που βρέθηκαν καταλάβαμε ότι η κατασκοπευτική ομάδα ήταν καλά ενημερωμένη για την στρατιωτική κατάσταση της Κω. Οι έρευνες συνεχίζονται.       

Η δίκη διήρκεσε μια εβδομάδα με δημόσιο κατήγορο τον ανθυπολοχαγό της γκεστάπο Birkolz[4], ο οποίος ήρθε ειδικά γι’ αυτή την αποστολή. Η απόφαση ήταν καταδικαστική για έξι άτομα: Θεόκριτο και Βασίλη Κώστογλου, Ανεζούλα Πατάκου – Τρουμούχη, Σταματία και Διονυσία Περή και Γεώργιο Μυλωνά.

Οι ελληνική κοινότητα προσπάθησε να καθυστερήσει ή να ακυρώσει την απόφαση. Ο Αρχιμανδρίτης Φιλήμων Φωτόπουλος, συνοδευόμενος από το Γεώργιο Κουτσουράδη, την Περσεφόνη Κουτσουράδη[5], τη Βάσω Θυμανάκη και άλλους επισκέφθηκαν το Γερμανό διοικητή, αντισυνταγματάρχη Heinemeier, και τον παρεκάλεσαν να μην εκτελέσει τις ποινές. Τον επισκέφθηκε και ο καθολικός ιερέας Μichelangelo Bacheca για τον ίδιο λόγο. Ο Γερμανός διοικητής όμως ήταν ανένδοτος και αφού έβαλε σε τρεις από αυτούς μικρότερες ποινές, αποφάσισε ότι θα εκτελούνταν οι υπόλοιποι τρεις, ο Θεόκριτος Κώστογλου, η Ανεζούλα Πατάκου – Τρουμούχη, παρόλο που ήταν έγκυος, και η Σταματία Περή.

Οι Γερμανοί προσπάθησαν να αναγκάσουν τους Ιταλούς να κάνουν την εκτέλεση, αλλά ο Dante Zucchelli αρνήθηκε με επιμονή μια τέτοια πράξη[6]. Έτσι ο λοχαγός Keller αναγκάσθηκε να την κάνει εκείνος. Η εκτέλεση έγινε την αυγή της 16ης Απριλίου 1945, δηλαδή 21 μόνο ημέρες πριν το τέλος του πολέμου.

Εκτός από τα ίδια γνωστά στοιχεία θα ήθελα να προσθέσω τις μαρτυρίες τριών ανθρώπων που γνωρίζουν καλά τα γεγονότα, διότι πήραν μέρος σ’ αυτά, του αρχηγού της κατασκοπευτικής ομάδας, υπολοχαγού Κώστα Tσιτσιλώνη, του γαμπρού του Θεόκριτου, Μιχάλη Κωστή,  καθώς και του Σταύρου Ζερβάνου, που οι Γερμανοί ζήτησαν να εξετάσουν κατ’ αντιπαράθεση με το Θεόκριτο Κώστογλου.

Τη στιγμή της εμφάνισης των Γερμανών, ο πρώτος βρισκόταν στη σπηλιά που ήταν το κρησφύγετο και ο δεύτερος στη μάντρα του Kώστογλου στο Κοκκινόνερο, μαζί με το Βασίλη Kώστογλου. Ο τρίτος είδε αργότερα το Θεόκριτο, κρατούμενο μέσα στο κάστρο. Στο τέλος παραθέτω το κείμενο του Dante Zucchelli σχετικά με τα γεγονότα για την εκτέλεση των τριών. 


Α) Μαρτυρία Κ. Tσιτσιλώνη[7]:





Ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Τσιτσιλώνης ήταν ο επικεφαλής της αναγνωριστικής περιπόλου, που αποτελούνταν από τέσσερα άτομα, τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Παπακάτσικα, τον επιλοχία Ελευθέριο Βουδούρη, το δεκανέα Κωνσταντίνο Καμίλο και ένα Βρετανό ασυρματιστή.

Ήλθε από τη Σύμη στην Kω στις 18 Φεβρουαρίου 1945 για να αντικαταστήσει την αποχωρούσα ομάδα του υπολοχαγού Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, που είχε έρθει μία ημέρα μετά το θάνατο του υπολοχαγού Xατζηευαγγέλλου στη Νίσυρο.

Τους μετέφερε ένα αγγλικό M.L. Τους υποδέχθηκαν ο Νίκος Γεωργιάδης και ο Βασίλης Kώστογλου και τους οδήγησαν στη μάντρα στην περιοχή Mάμμαλι και μετά σε μια σπηλιά εκεί κοντά.

Σκοπός τους ήταν να καταγράφουν τις γερμανικές κινήσεις, και αν κατάφερναν να συλλάβουν και κάποιο Γερμανό, ώστε να μάθουν τις προθέσεις τους. Συνεργάζονταν με το τοπικό δίκτυο, με επικεφαλής τους Μιχάλη Kουγουμτζή και Νίκο Γεωργιάδη. Ο Βασίλης Kώστογλου πήγαινε στην πόλη και μετέφερε τα μηνύματα· έρχονταν όμως συχνά στο βουνό και οι Μιχάλης Kουγιουμτζής και Νίκος Γεωργιάδης. Η προηγούμενη περίπολος του Κώστα Παπαδόπουλου άφησε και μια πετρελαιομηχανή ώστε να γεμίζουν μπαταρίες.

Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Πήγαμε στην αρχή σε μια σπηλιά στο Mάμμαλι, επειδή όμως αυτή η τοποθεσία είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά από τον Κώστα Παπαδόπουλο και την προηγούμενη ομάδα, ο  Μιχάλης Kουγουμτζής και ο Νίκος Γεωργιάδης μας οδήγησαν για περισσότερη ασφάλεια στη μάντρα του Μανόλη Kαλυμιαναρή. Εκεί κοντά βρισκόταν και η μάντρα του Οθωμανού Oμεράκη, που έπαιξε περίεργο ρόλο στην όλη υπόθεση.  

Οι Γερμανοί γνώριζαν ότι υπήρχε κάποιο δίκτυο στην Kω, και την περίοδο εκείνη λόγω των συχνών λιποταξιών Γερμανών στρατιωτών, αλλά και του φόβου για χαλάρωση της πειθαρχίας τώρα που φαινόταν καθαρά πως χάνουν τον πόλεμο, αποφάσισαν να πάρουν δραστικά μέτρα πριν να είναι αργά.

Από τα παρατηρητήριά μας πάνω στο βουνό φαινόταν καθαρά η πόλη της Kω, αλλά και οι γερμανικές περίπολοι που έφθαναν στους πρόποδες του βουνού. Εμείς ήμασταν καλά προφυλαγμένοι, διότι ξέραμε πως οι Γερμανοί χτένιζαν το νησί.

Οι Γερμανοί με τις οδηγίες του αξιωματικού των μυστικών υπηρεσιών Keller, οργάνωσαν ένα σχέδιο για να μας πιάσουν· έστειλαν τέσσερις στρατιώτες, οι οποίοι δήθεν ήθελαν να λιποτακτήσουν.

Τυχαία εκείνη την ημέρα βρήκαν το Βασίλη Κώστογλου και τον ρώτησαν αν υπάρχει κάποιος Έλληνας ή Άγγλος αξιωματικός να τους βοηθήσει. Ο Βασίλης τους είπε να περιμένουν εκεί μέχρι να επιστρέψει. Ήρθε να με βρει μου λέει: «Κύριε υπολοχαγέ, κάτω είναι τέσσερις Γερμανοί που θέλουν να το σκάσουν». Αμέσως κατάλαβα ότι ήταν παγίδα, διότι ως τότε έρχονταν μόνοι τους και μερικούς τους βρίσκαμε εμείς να περιφέρονται στην ακτή.

Αμέσως είπα στο Βασίλη να τρέξει να ειδοποιήσει τους άλλους, διότι είχαμε προδοθεί. Έκρυψα τα πράγματα και έστειλα εκτάκτως σήμα με τον ασύρματο στη Σύμη αναφέροντας ότι η περίπολος έχει προδοθεί και κινδυνεύει όλο το δίκτυο. Τα πρώτα σήματα δεν έφθασαν, αργότερα όμως μας απάντησαν ότι θα στείλουν ένα M.L. να μας παραλάβει. Φύγαμε από το καταφύγιό μας και γυρνούσαμε στο νησί. Κρυβόμασταν στις ακτές για δύο με τρεις ημέρες, ώσπου στο τέλος έφθασε και το M.L. Περιμέναμε έτοιμοι και κάναμε σήματα με το φακό, επιβιβαστήκαμε και φύγαμε. Πήραμε μαζί μας και το σύνδεσμό μας στο νησί Νίκο Γεωργιάδη».


Β) Μαρτυρία  Μιχάλη Κωστή[8]:

«Πριν έλθουν οι κατασκοπευτικές ομάδες των Ιερολοχιτών θυμάμαι που ερχόταν συχνά ο Σαμάρκος με καΐκι, έφερνε κάποια άτομα και έπαιρνε Γερμανούς λιποτάκτες.

Μετά ήλθαν 5 άτομα, 4 Έλληνες και ένας Άγγλος ασυρματιστής, με αρχηγό τον Κώστα Παπαδόπουλο, Κύπριο στην καταγωγή. Τους θυμάμαι καλά, διότι πήγα και εγώ μαζί με το Βασίλη, να τους οδηγήσουμε στη μάντρα του Θεόκριτου στο Κοκκκινόνερο και μετά από 15 ημέρες στη μάντρα στα Μάρμαρα (Κρυονέρι). Μετά από αυτή την ομάδα ήλθε η ομάδα του Κώστα Tσιτσιλώνη.

Την εποχή που έγινε το μπλόκο των Γερμανών εγώ, ο Βασίλης και ένας άλλος που τον λέγανε Νίκο και ήταν βοσκός μέναμε στη μάντρα στο Κοκκινόνερο και δουλεύαμε στ’ αμπέλια.

Μια μέρα φάνηκε κάποιος Γερμανός με παλιά πολιτικά ρούχα και πλησίασε το Νίκο, το βοσκό. Του είπε πως είναι λιποτάκτης και θέλει να φύγει και τον ρωτούσε που είναι η μάντρα του Mπίσερη. Πλησίασα και εγώ με την τσάπα και ο Νίκος του είπε: «να ο γαμπρός του Kώστογλου». Εγώ του είπα: «τι θέλεις, δεν ξέρω τέτοια εγώ». Εκείνη την ώρα φάνηκε και ο Βασίλης, του έκανα νόημα να προσέχει μην του ξεφύγει τίποτε, διότι δεν μ’ άρεσε η μούρη του. Αμέσως έκαναν την εμφάνισή τους πίσω από τους θάμνους άλλοι δύο Γερμανοί, ενώ ένας ακόμη που κρυβόταν βγήκε αργότερα. Έψαχναν όλοι τη μάντρα του Mπίσερη στην περιοχή Xαβάρου, όπου ήταν οι κατάσκοποι για να τους φυγαδεύσουν. Του είπα: «Βασίλη πάρ’ τους και πήγαινε στη μάντρα του Mπίσερη, που δεν έχει τίποτε μέσα. Μην τους πας στον πατέρα σου και ανακαλύψουν τίποτα πράγματα μέσα και μπλέξουμε».

Έφυγαν και στο δρόμο που πήγαιναν τον κατάφεραν και τους είπε ότι εκεί πίσω ήταν 3 - 4 άτομα που κρύβονταν και να πάνε να τους συναντήσουν. Οι Γερμανοί του είπανε να προχωρήσει, και οι ίδιοι θα μένανε στην κορυφή, κοντά στο Κοκκινόνερο να τους περιμένουν.

Όταν έφθασε ο Βασίλης, βρίσκονταν όλοι τους στη σπηλιά· επίσης εκεί βρισκόταν την ώρα εκείνη και ο Γιάννης Κασσίου. Τους είπε τι συνέβη και ο αρχηγός της ομάδας αμέσως κατάλαβε ότι ήταν παγίδα και του είπε: «κακώς τους είπες για μας,  έτσι που έγιναν τα πράγματα όμως, έπρεπε να τους έφερνες εδώ πάνω να τους πιάναμε τώρα που ήταν άοπλοι. Πήγαινε γρήγορα να ειδοποιήσεις τον πατέρα σου να κρύψει τα πράγματα και τους υπολοίπους στην Kω να προσέχουν. Εμείς θα περιμένουμε εδώ. Αν δεν γυρίσεις σε λίγη ώρα θα πάμε να κρυφθούμε».

Ο Βασίλης γύρισε με το Γιάννη. Οι Γερμανοί τους συνέλαβαν. Έδωσαν σήμα στους άλλους στρατιώτες να ’ρθουν και τον πήραν μαζί τους. Τον πήγαν στη Kω, στην πιάτσα ροτόντα (Πλατεία Κ. Παλαιολόγου), όπου βρισκόταν το σπίτι που έμενε ο Γερμανός αρχηγός. Το Γιάννη, με απειλή όπλου, τον ανάγκασαν να τους δείξει, πού ήταν η μάντρα του Θεόκριτου, που ανήκε σ’ ένα Οθωμανό. Εκεί έπιασαν τον Θεόκριτο την ώρα που μάζευε τα πράγματα. Ήταν και δύο άλλοι βοσκοί εκεί, παραγιοί του, που πήγαν να μαζέψουν τα πρόβατα.

Έτσι έγιναν τα πράγματα. Εγώ πήγα και κρύφτηκα. Οι Γερμανοί ήλθαν στις Χαϊχούτες και με έψαχναν. Ευτυχώς την ημέρα που ήρθαν, καθόμουν στο καφενείο και ήρθε ένα παιδί και μου είπε: «φύγε, γιατί σε ψάχνουν οι Γερμανοί» και έτσι γλίτωσα. Πήγαν όμως στο σπίτι μου και η έγκυος γυναίκα μου τους είπε ότι είχα πάει στην Kω για να φέρω τα φάρμακά της. Της είπαν, όταν θα γύριζα να πήγαινα στην κομαντατούρα (διοίκηση) για να με ρωτήσουν κάποια πράγματα, και ότι αν πήγαινα δεν θα μου έκαναν τίποτα, ενώ αν δεν πήγαινα θα έβρισκα μεγάλο μπελά!  Εγώ πήγα και κρύφθηκα στο βουνό.

Εντωμεταξύ ο Ιταλός αρχηγός των καραμπινιέρων, ο Zucchelli, έψαχνε να βρει κάποιους συγγενείς μου. Βρήκε το Μιχάλη Κατρά, που δούλευε στο τελωνείο στην Kω και τον ρώτησε, αν βρισκόμουν ακόμη στο νησί. Ο Μιχάλης ειδοποίησε τον πατέρα μου. Ο Zucchelli ήρθε με το Μιχάλη και συνάντησε τον πατέρα μου και εκείνος του είπε ότι ήμουν ακόμη στην Kω. Ο Zucchelli του είπε: «πες στο γιο σου να μείνει κρυμμένος όσο μπορεί και εγώ θα βρω τρόπο να τον φυγαδέψω. Να προσέχεις και εσύ και η γυναίκα του». Ο πατέρας μου είχε εμπιστοσύνη στον Zucchelli, διότι είχε βοηθήσει πολλούς ως τότε.

Εγώ έμεινα στο βουνό, μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί. Ήταν δύσκολες ημέρες. Δεν είχα να φάω και οι Γερμανοί είχαν βάλει περιπόλους από τα μπάνια έως και την Αγία Ειρήνη.

Τελικά, ευτυχώς, εγώ γλίτωσα. Αλίμονο στους άλλους, που τους σκότωσαν, ενώ τελείωνε ο πόλεμος σε λίγες μέρες».


Γ) Μαρτυρία Σταύρου Ζερβάνου[9]: 



Την περίοδο της γερμανικής κατοχής ήταν βοσκός και βρισκόταν στη μάντρα του στην Κρωτήρα, νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Ψαλίδι. Μαζί με το μεγάλο του αδελφό, Ιπποκράτη και το Δημήτρη Μάρκου[10], βοηθούσαν τους άνδρες των κατασκοπευτικών περιπόλων. Έρχονταν αρκετές περίπολοι και συνήθως τις πήγαιναν σε μια μάντρα που ήταν άδεια και ανήκε στο Μάνο Παρθενιάδη ή στον αχυρώνα του Δημήτρη Μάρκου. Όλοι μετά πήγαιναν στη μάντρα του Θεόκριτου.

«Ο πρώτος κατάσκοπος που θυμάμαι ήταν ο Εμμανουήλ Ζαχαράκης. Στην αρχή δεν παίρναμε όλα τα μέτρα προστασίας, το έμαθε όμως ο δικηγόρος, ο Γιώργος Κουτσουράδης, και είπε στο θείο μου τον Τρακόσα να είμαστε πιο προσεκτικοί, γιατί κινδυνεύαμε. Σιγά σιγά, σε συνεργασία με το Μιχάλη και το Σταμάτη Κώστογλου, μπήκαμε και εμείς στο δίκτυο. Ήμασταν παρατηρητές και ειδοποιούσαμε τους κατασκόπους, όταν έρχονταν Γερμανοί. Εγώ βρισκόμουν στην Κρωτήρα και παρακολουθούσα τα Μπογάζια (169-288-478). Ο αδελφός μου ο Ιπποκράτης ήταν πάνω στο Σύμπετρο και παρακολουθούσε το Γιαππιλί και ο Μιχάλης Κώστογλου ήταν στον Άγιο Κωνσταντίνο και παρακολουθούσε τον Άγιο Φωκά και τα Θερμά.  

Μετά τη σύλληψη του Θεόκριτου οι Γερμανοί καλούσαν διάφορους στο αρχηγείο τους[11], που ήταν στο σπίτι του Φωτόπουλου στην οδό Κοραή. Έτσι ήρθε και η δική μου η σειρά· ένας Γερμανός, που ήξερε τέλεια τα ελληνικά, ειδοποίησε τη μητέρα μου ότι έπρεπε να παρουσιαστώ αμέσως στη Διοίκηση. Το είπα στο Λάμπρο, που πήγαινε στη φυλακή τρόφιμα για το Θεόκριτο και μου είπε ότι, αν οι Γερμανοί με φέρουν σε επαφή με το Θεόκριτο, να πω ότι δεν τον γνωρίζω. Έτσι και έγινε.

Όταν πήγα στη Διοίκηση, ένας Γερμανός με πήγε στο κάστρο· μπήκαμε από το πορτάκι που βρίσκεται στον παραλιακό δρόμο. Περίμενα εκεί κάτω στα υπόγεια και μετά από λίγο έφεραν το Θεόκριτο· ήταν με τα πόδια βρεγμένα, αδυνατισμένος με τα σημάδια των βασανισμών. Όταν τον ρώτησε ο Γερμανός είπε το όνομά μου, αλλά εγώ τα διέψευσα όλα. Ο Γερμανός κτύπησε ξανά το Θεόκριτο και με σπρωξιές και κλωτσιές τον οδήγησε στο κελί του. Εμένα με άφησαν και έφυγα. Μετά μάθαμε ότι το Θεόκριτο και τις γυναίκες, τους κρεμάσανε».  



Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ D. ZUCCHELLI ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙ ΤΙΣ ΠΟΙΝΕΣ[12]



Ο Dante Zucchelli, όπως αναφέρει στις σημειώσεις του, δεν θέλησε να είναι εκείνος και οι καραμπινιέροι του, αυτοί που θα εκτελούσαν τις ποινές. Ο ανθυπολοχαγός Birkolz είχε αποφασίσει τις ποινές και ήθελε να τις εκτελέσουν οι καραμπινιέροι της Κω. Έτσι έστειλε στις 21.00’ της 13ης Απριλίου δύο στρατιώτες στο σπίτι του (σημερινό πνευματικό κέντρο), για να τον συνοδέψουν στον Birkolz. Ευτυχώς ένας από τους στρατιώτες ήταν ο Joseph Hofbauer, γνωστός του Zucchelli, που πάντα τον ενημέρωνε για τις ανακρίσεις του Θεόκριτου Κώστογλου. Πριν φθάσουν στο διοικητήριο (σημερινό επαρχείο), τον ειδοποίησε ότι η κατάσταση ήταν επικίνδυνη και να προσέχει.

Μόλις έφθασε στην αστυνομία (εκεί όπου βρίσκεται και σήμερα) είδε έξω απ’ το κτήριο τρεις διμοιρίες Γερμανών, που το είχαν περικυκλώσει. Οι δρόμοι γύρω ήταν γεμάτοι από Γερμανούς στρατιώτες, που τους είχαν κλείσει και δεν άφηναν τους κατοίκους να περάσουν. Τρεις γερμανικές διμοιρίες είχαν παραταχθεί, η μία με διοικητή τον ανθυπολοχαγό Thierman, η άλλη με τον ανθυπολοχαγό Birkolz και η τρίτη με το λοχαγό Keller.

Ο Keller διέταξε τους άνδρες του να οπλίσουν και να σημαδέψουν προς την αστυνομία. Ρώτησε τον Zucchelli, αν επιμένει ακόμη στην απόφασή του να μην εκτελέσει τους μελλοθάνατους. Εκείνος αρνήθηκε για άλλη μια φορά και ο Keller ρώτησε τους καραμπινιέρους, οι οποίοι από το φόβο τους ψέλλισαν μόνο κάποιες λέξεις, γεγονός που ο Keller εξέλαβε σαν θετική απάντηση. Αποφάσισε ότι η εκτέλεση θα γινόταν το επόμενο πρωί στην πλατεία Ελευθερίας και όσο για τον Zucchelli θα τον τιμωρούσε με σοβαρή ποινή.

Εντωμεταξύ με τηλεφωνική παρέμβαση, ο διοικητής της Λέρου συνταγματάρχης Κοscella (ανώτερος του διοικητή της Κω), διέταξε ότι οι καραμπινιέροι δεν ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν πράγματα έξω από τα καθήκοντά τους. Ο Keller, ενώ γνώριζε την απόφαση, από πείσμα κάλεσε τον Zucchelli να τον μεταπείσει, λέγοντάς του ότι οι στρατιώτες θα έκαναν την εκτέλεση και οι καραμπινιέροι απλώς θα επέβαλαν την τάξη. Ο Zucchelli δεν δέχθηκε ούτε αυτή τη λύση και η εκτέλεση καθυστερούσε· από τις 10.00’ που είχε προγραμματισθεί μεταφέρθηκε στις 13.00’ και τελικά μετατέθηκε για το επόμενο πρωί.

Δόθηκε χρόνος έτσι στον delegato, τον καθολικό ιερέα και τους αρχηγούς της ορθόδοξης κοινότητας να υποβάλουν αίτηση χάριτος και να στείλουν τηλεγραφήματα γι’ αυτό το σκοπό. Έτσι σώθηκαν ο Βασίλης Κώστογλου, ο Γεώργιος Μυλωνάς και η Διονυσία Περή.

Τους υπολοίπους τρεις δεν μπόρεσαν να τους σώσουν, διότι η ανώτατη διοίκηση της Ρόδου είχε εγκρίνει την εκτέλεσή τους, που θα γινόταν σε κρυφό μέρος.         

Η εκτέλεση των Θεόκριτου Kώστογλου, Ανεζούλας Πατάκου – Tρουμούχη και Σταματίας Περή πραγματοποιήθηκε την αυγή της 16ης Απριλίου 1945, λίγες μέρες πριν το τέλος του πολέμου.

Η θανάτωση έγινε με απαγχονισμό. Τρεις θηλιές στήθηκαν στις αντίστοιχες καμάρες, στο κτήριο απέναντι από τα δικαστήρια της Κω. Μετά την εκτέλεση τα σώματα των νεκρών παραδόθηκαν στον αρχιμανδρίτη Φιλήμονα για να θαφτούν.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Χατζηβασιλείου, Ιστορία, σσ. 591. – Γεωργιάδης, Μνήμες, σ. 183. – Μανέτα Κ. Ι., Ιερός λόχος 1942 – 1945, 4η έκδ., Αθήνα 1996, σσ. 312 – 313. 

[2] Μαρτυρία  Ιωάννη Κώστογλου, γιου του Θεόκριτου. Κως, Σεπτέμβριος 2005.

[3] Mattiello Giafranco, σ. 254.

[4] Σημειώσεις του D. Zucchelli. Ο Birkolz είχε για μεταφραστή το Γερμανό στρατιώτη Joseph Hoffbauer, ο οποίος μετέφερε στο Dante Zucchelli όλα τα ονόματα που μαρτυρούσε ο Θεόκριτος, ώστε ο Zucchelli να ειδοποιεί τους ενδιαφερόμενους να κρυφθούν. Τελικά ο ανθυπολοχαγός Birkolz ανέκρινε και τον Zucchelli, αλλά δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίποτε.

[5] Μαρτυρία Περσεφόνης Κουτσουράδη. Κως, Αύγουστος 1999. «Ήμασταν τρεις κυρίες, η Καίτη Κόντη, η  Βάσω Θυμανάκη και εγώ. Ο Γερμανός διοικητής, αντισυνταγματάρχης Heinemeier, μας δέχθηκε στο σπίτι του, στην οδό Γρηγορίου Ε’. Με ευγένεια και ψυχρότητα μας εξήγησε ότι η Γερμανία περνούσε δύσκολες ώρες και έπρεπε να κρατήσει την πειθαρχία του στρατεύματος». – Το Βήμα της Κω, αρ. 28, Ιούνιος 1978. Στο άρθρο «Εμείς που ζήσαμε την κατοχή», ο Γιώργος Κουτσουράδης αφηγείται: Πριν την εκτέλεσή τους,5 χιλιάδες άνθρωποι μαζευτήκαμε έξω από το ιταλικό διοικητήριο (επαρχείο) και ζητούσαμε οι Αρχές να δεχθούν μια επιτροπή. Μέσα σ’ αυτή ήταν ο π. Φιλήμων, ο κ. Κόντης κι εγώ με τις κυρίες μας (σαν εκπροσώπους της φιλοπτώχου) και άλλοι παράγοντες. Η συνάντηση περιγράφεται ως εξής: Μας εδέχθη ένας Γερμανός αξιωματικός με «μονόκλ», 28 περίπου χρονώ. Εγώ, πλησιάζοντας και το τέλος του πολέμου, πήρα το θάρρος και του ζήτησα το λόγο, λέγοντας: «Οι απλοί αυτοί άνθρωποι, ίσως να διέπραξαν κάποιο α­δίκημα εναντίον σας, δεν είχαν όμως συναίσθηση του αδικήμα­τος και τώρα που πλησιάζει το τέλος του πολέμου θα πρέπει να δείξετε κάποιαν ευμένεια και να τους συγχωρήσετε».

Με κοίταξε καλά, αφήρεσε το «μονόκλ», κτύπησε το «καμουτσί» στο τραπέζι και λέει: «Συμφωνώ, ότι αυτοί είναι απλοί, ακίνδυνοι, αγαθοί, τους οποίους όμως σείς οι μορφωμένοι τους υποκινείτε. Αλλά και για σας θα ληφθούν μέτρα».

[6] Σημειώσεις του D. Zucchelli. 

[7] Μαρτυρία Κων/νου Τσιτσιλώνη. Αθήνα, Νοέμβριος 1997. – Γ.Ε.Σ.- Δ.Ι.Σ., 815/Α/44. Ο Κ. Τσιτσιλώνης, αρχηγός της περιπόλου την εποχή της σύλληψης, καταγράφει τα γεγονότα, στην έκθεση που υπέβαλε στη διοίκηση μετά τη διαφυγή της περιπόλου.

[8] Μαρτυρία Μιχάλη Κωστή. Κως, Αύγουστος 1997.

[9] Μαρτυρία Σταύρου Ζερβάνου. Κως, Ιούνιος 2004. 

[10] Μαρτυρία Αιμίλιου Μάρκου, γιου του Δημητρίου Μάρκου (Μουστάκα). Κως, Φεβρουάριος 2007. «Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1910 και πέθανε το 1981. Το κανονικό του όνομα ήταν Δ. Μαρκάκης, αλλά το άλλαξε σε Μάρκου, γιατί τον έψαχναν οι Γερμανοί. Μετά τα γεγονότα της σύλληψης του Θεόκριτου, διέφυγε με τους Ιερολοχίτες. Οι Γερμανοί, όταν δεν τον βρήκανε, πήρανε την μητέρα μου για ανάκριση, αλλά τελικά την άφησαν».   

[11] Το Βήμα της Κω, αρ. 28, ό.π. Ο Γιώργος Κουτσουράδης αφηγείται, πώς γλίτωσε ο ίδιος την κρεμάλα: Βέβαια από τους 5 δόθηκε χά­ρη στους 2, αλλά την επομένη, με συνέλαβε η Γκεστάπο και με οδή­γησε  στα κρατητήρια της  «Πιά­τσα Ροτόντα». Εκεί έμεινα 43 ώ­ρες νηστικός. Την επομένη θα με οδηγούσαν στο στρατοδικείο της Αντιμαχείας, όπου ήταν γνωστό τι με περίμενε. Ευτυχώς όμως η οικογένειά μου, συνάντησε το Γερμανό λιμενάρχη, Thierman (άνθρωπο πού ήταν γνωστός για τον αντιχιτλερισμό του), ο οποίος αφού έλαβε 100 χρυσές  λίρες και 50 χιλιάδες λιρέτες, για να  δωροδοκήσει και τους   υπόλοιπους στην «οστ  κομαντατούρ», τα­κτοποίησε το θέμα και το πρωί με άφησαν ελεύθερο.

[12] Σημειώσεις του D. Zucchelli.

17 views0 comments
bottom of page